ἱερουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. <i>δραματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>μουσ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερουργός]], Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. [[ἱεροεργός]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) ο [[ιερέας]] που τελεί τη [[θεία]] [[λειτουργία]] ή [[άλλη]] θρησκευτική [[τελετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιερέας]] που τελεί τις θυσίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα [[μέλη]] θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη [[λατρεία]] της Αθηνάς <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[δραματουργός]], [[μουσουργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργός Medium diacritics: ἱερουργός Low diacritics: ιερουργός Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hierourgós Transliteration B: hierourgos Transliteration C: ierourgos Beta Code: i(erourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερω[ργός] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός)
(νεοελλ.-μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή
αρχ.
1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες
2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη λατρεία της Αθηνάς επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ουργος (< έργον), πρβλ. δραματουργός, μουσουργός].

Greek Monotonic

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω), ιερέας που τελεί θυσίες, θύτης, σε Αποσπ. Καλλ.

Middle Liddell

ἱερ-ουργός, ὁ, [*ἔργω
a sacrificing priest.