λεοντοπόδιο: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λεοντοπόδιον]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και που γνωστότερο [[είδος]] του [[είναι]] το άλπειο [[λεοντοπόδιο]], κν. έντελβαϊς<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[ζωόνυχον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. <i>κλινο</i>-[[πόδιον]], <i>κυνο</i>-[[πόδιον]].
|mltxt=το (Α [[λεοντοπόδιον]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και που γνωστότερο [[είδος]] του [[είναι]] το άλπειο [[λεοντοπόδιο]], κν. έντελβαϊς<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[ζωόνυχον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[κλινοπόδιον]], [[κυνοπόδιον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:49, 24 August 2021

Greek Monolingual

το (Α λεοντοπόδιον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς
αρχ.
το φυτό ζωόνυχον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -πόδιον (< πούς, -ποδός), πρβλ. κλινοπόδιον, κυνοπόδιον.