πανδέκτης: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[πανδέκτειρα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[μέσα]] του τα [[πάντα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Πανδέκτες</i> ή <i>οι Πανδέκται</i><br />το σημαντικότερο [[έργο]] της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε [[συλλογή]] επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και [[επιτροπή]] εξεχόντων νομικών με [[εντολή]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[συλλογή]] νόμων ή κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Στωικούς) <b>γραμμ.</b> το [[επίρρημα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Συνέσιο) <b>ειρων.</b> επιπόλαια και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[πολυμαθής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[ονομασία]] γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=ο, θηλ. [[πανδέκτειρα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[μέσα]] του τα [[πάντα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Πανδέκτες</i> ή <i>οι Πανδέκται</i><br />το σημαντικότερο [[έργο]] της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε [[συλλογή]] επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και [[επιτροπή]] εξεχόντων νομικών με [[εντολή]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[συλλογή]] νόμων ή κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Στωικούς) <b>γραμμ.</b> το [[επίρρημα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Συνέσιο) <b>ειρων.</b> επιπόλαια και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[πολυμαθής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[ονομασία]] γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[πολυδέκτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πανδέκτης:''' содержащий все: αἱ Πανδέκται (sc. βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники. | |elrutext='''πανδέκτης:''' содержащий все: αἱ Πανδέκται (sc. βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A all-receiver: in pl. πανδέκται, οἱ, name of a Universal Dictionary or Encyclopedia, such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9. 2 in pl., also, the Pandects, i.e. the law-books of Justinian, Cod.Just.1.17.1.12, al.: sg., ὁ π., = Digesta, Id.Const. Δέδωκεν 1. II Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K.
German (Pape)
[Seite 457] ὁ, Alles in sich aufnehmend, Alles in sich enthaltend, Sp., bes. βίβλος, u. im plur. die Pandekten.
Greek (Liddell-Scott)
πανδέκτης: -ου, ὁ τὰ πάντα δεχόμενος· ἐν τῷ πληθ., πανδέκται, οἱ, ὄνομα καθολικοῦ λεξικοῦ ἢ εἴδους ἐγκυκλοπαιδικοῦ λεξικ., οἷα συνέταξαν ὁ Τίρων καὶ ὁ Δωρόθεος˙ ἕκαστον δὲ τούτων ἐκαλεῖτο πανδέκτης, Δωρόθεος ἐν τῷ πρώτῳ π. Κλήμ. Ἀλ. 399, πρβλ. Γέλλ. 13. 9. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, καθολικὴ συλλογὴ νόμων γενομένη κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἧς ἔκαστον βιβλίον ἦτο εἷς πανδέκτης, ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. παρὰ Συνέσ. 240D, πανδέκτης φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἐπιπολαίως πολυμαθῆ ἄνθρωπον. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ λέξ. πανδέκτης ἐσήμαινεν ἐπίρρημα, Διομήδ. 190, 24, 194, 20. IV. εἶδος πλοίου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 468, 1.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πανδέκτειρα, ΝΑ
1. αυτός που δέχεται μέσα του τα πάντα
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Πανδέκτες ή οι Πανδέκται
το σημαντικότερο έργο της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε συλλογή επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και επιτροπή εξεχόντων νομικών με εντολή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε συλλογή νόμων ή κειμένων
μσν.
είδος πλοίου
αρχ.
1. (στους Στωικούς) γραμμ. το επίρρημα
2. (κατά τον Συνέσιο) ειρων. επιπόλαια και χωρίς κρίση πολυμαθής άνθρωπος
3. στον πληθ. ονομασία γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. πολυδέκτης.
Russian (Dvoretsky)
πανδέκτης: содержащий все: αἱ Πανδέκται (sc. βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники.