ὀπισθοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπισθοπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται από [[πίσω]], αυτός που ακολουθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), | |mltxt=[[ὀπισθοπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται από [[πίσω]], αυτός που ακολουθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), [[πρβλ]]. [[πεζοπόρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A following, Nonn.D.27.255, etc.
German (Pape)
[Seite 358] hinterher gehend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοπόρος: -ον, ὁ ὄπισθεν πορευόμενος, Νόνν. Διον. 37. 255, κτλ.
Greek Monolingual
ὀπισθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζοπόρος.