σύνδετος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-δετος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[bound]] [[hand]] and [[foot]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. σύνδετον, ου, a [[band]], Eur.
|mdlsjtxt=σύν-δετος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[bound]] [[hand]] and [[foot]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] σύνδετον, ου, a [[band]], Eur.
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδετος Medium diacritics: σύνδετος Low diacritics: σύνδετος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sýndetos Transliteration B: syndetos Transliteration C: syndetos Beta Code: su/ndetos

English (LSJ)

ον, A bound hand and foot, S.Aj.65, 296. 2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157. 3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15. II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.

English (Slater)

σύνδετος
   1 bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) (Pae. 10.4)

Greek Monolingual

-ον, Α συνδέω
1. συνδεδεμένος («καὶ νῦν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.

Greek Monotonic

σύνδετος: -ον, I. δεμένος χειροπόδαρα, σε Σοφ.
II. ως ουσ. σύνδετον, τό, δεσμός, δεσμά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνδετος: [adj. verb. к συνδέω
1) связанный (по рукам и ногам) Soph.;
2) соединенный Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδετος -ον [συνδέω] vastgebonden; verbonden met, met dat.. Plat. Plt. 279e. subst. τὸ σύνδετον band, bindsel. Eur. Ion 1390.

Middle Liddell

σύν-δετος, ον,
I. bound hand and foot, Soph.
II. as substantive σύνδετον, ου, a band, Eur.