διαβολία: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diavolia | |Transliteration C=diavolia | ||
|Beta Code=diaboli/a | |Beta Code=diaboli/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[διαβολή]], <span class="bibl">Thgn.324</span>; <b class="b3">δεινόν ἐστιν ἡ δ</b>. Hippias <span class="title">Fr.</span>17D.: in | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[διαβολή]], <span class="bibl">Thgn.324</span>; <b class="b3">δεινόν ἐστιν ἡ δ</b>. Hippias <span class="title">Fr.</span>17D.: in plural, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.76</span>. (Perh. to be written <b class="b3">διαι-</b> metri gr. in poetry.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:05, 14 September 2021
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A = διαβολή, Thgn.324; δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias Fr.17D.: in plural, Pi.P.2.76. (Perh. to be written διαι- metri gr. in poetry.)
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, dasselbe, Pind. P. 2, 76; Theogn. 324. διαβολικός, ή, όν, verläumderisch, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαβολία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαβολή, Θέογν. 324· κατὰ πληθ., Πίνδ. ΙΙ. 2. 140. Ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἡ β' συλλαβὴ εἶναι μακρὰ καὶ πιθ. ὁ Bgk. ὀρθῶς ἐπανήγαγε τὸν ποιητ. τύπον διαιβολία· πρβλ. καταιβατός, μεταιβολία.
English (Slater)
δῐᾱβολία
1 slander ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): διαιβολίη Thgn.324
• Morfología: [dór. plu. gen. διᾱβολιᾶν Pi.P.2.76]
calumnia πειθόμενος χαλεπῇ ... διαιβολίῃ Thgn.l.c., ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες Pi.l.c., δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias B 17, cf. Hsch.
Greek Monolingual
η
1. πανουργία
2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα
3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος.
Greek Monotonic
διαβολία: ἡ, ποιητ. διαβολίη, = διαβολή, σε Θέογν., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
διᾱβολία: ἡ Pind. = διαβολή 5.