ἐπιστολή: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistoli
|Transliteration C=epistoli
|Beta Code=e)pistolh/
|Beta Code=e)pistolh/
|Definition=ἡ, (ἐπιστέλλω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">anything sent by a messenger, message, order, commission</b>, whether verbal or in writing, <span class="bibl">Hdt.4.10</span>, <span class="bibl">Th.8.45</span>, etc.; <b class="b3">ἐξ ἐπιστολῆς</b> by [[command]], <span class="bibl">Hdt.6.50</span>: used by Trag. always in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>783</span>, <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span>1012</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>781</span>, <span class="bibl"><span class="title">OC</span>1601</span>, etc.; <b class="b3">Πενθέως ἐπιστολαῖς</b> [[by]] his [[commands]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>442</span>; <b class="b3">τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν</b> [[commands about]] her children, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span>858</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[letter]], <b class="b3">ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι</b>, <span class="bibl">Th.1.129</span>, <span class="bibl">7.10</span>; λύειν <span class="bibl">Id.1.132</span>; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι <span class="bibl">Lys.20.27</span>; [[πέμπειν]] τινί <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>589</span> (pl.): in pl. of one letter, like [[γράμματα]], Lat. [[litterae]], <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>111</span>,<span class="bibl">314</span>, <span class="bibl">Th.1.132</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος</b>, Lat. [[ab epistulis Othoni]], his [[secretary]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Oth.</span>9</span>; <b class="b3">νομογραφικὴ ἐ</b>. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1135.7</span>(i B.C.).</span>
|Definition=ἡ, (ἐπιστέλλω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">anything sent by a messenger, message, order, commission</b>, whether verbal or in writing, <span class="bibl">Hdt.4.10</span>, <span class="bibl">Th.8.45</span>, etc.; <b class="b3">ἐξ ἐπιστολῆς</b> by [[command]], <span class="bibl">Hdt.6.50</span>: used by Trag. always in plural, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>783</span>, <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span>1012</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>781</span>, <span class="bibl"><span class="title">OC</span>1601</span>, etc.; <b class="b3">Πενθέως ἐπιστολαῖς</b> [[by]] his [[commands]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>442</span>; <b class="b3">τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν</b> [[commands about]] her children, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span>858</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[letter]], <b class="b3">ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι</b>, <span class="bibl">Th.1.129</span>, <span class="bibl">7.10</span>; λύειν <span class="bibl">Id.1.132</span>; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι <span class="bibl">Lys.20.27</span>; [[πέμπειν]] τινί <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>589</span> (pl.): in plural of one letter, like [[γράμματα]], Lat. [[litterae]], <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>111</span>,<span class="bibl">314</span>, <span class="bibl">Th.1.132</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος</b>, Lat. [[ab epistulis Othoni]], his [[secretary]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Oth.</span>9</span>; <b class="b3">νομογραφικὴ ἐ</b>. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1135.7</span>(i B.C.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:35, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολή Medium diacritics: ἐπιστολή Low diacritics: επιστολή Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Transliteration A: epistolḗ Transliteration B: epistolē Transliteration C: epistoli Beta Code: e)pistolh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιστέλλω) A anything sent by a messenger, message, order, commission, whether verbal or in writing, Hdt.4.10, Th.8.45, etc.; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.6.50: used by Trag. always in plural, A.Pr.3, Pers.783, Supp.1012, S.Aj.781, OC1601, etc.; Πενθέως ἐπιστολαῖς by his commands, E.Ba.442; τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν commands about her children, Id.Hipp.858. 2. letter, ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι, Th.1.129, 7.10; λύειν Id.1.132; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Lys.20.27; πέμπειν τινί E.IT589 (pl.): in plural of one letter, like γράμματα, Lat. litterae, Id.IA111,314, Th.1.132, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος, Lat. ab epistulis Othoni, his secretary, Plu.Oth.9; νομογραφικὴ ἐ. BGU1135.7(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ (das durch einen Boten Übersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; ἄγω σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε ταῦτα ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; ἐλθεῖν, δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολή: ἡ, (ἐπιστέλλω) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, ἀγγελία, παραγγελία, διαταγή, εἴτε προφορικὴ εἴτε ἔγγραφος (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ παραγγελία ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία αὐτοῦ θέλησις, ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς αὐτοῦ, Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 ordre ou avis transmis par un message verbal ou écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; ἐξ ἐπιστολῆς HDT par ordre;
2 message écrit, lettre en gén. : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; plur. au sens du sg. une lettre.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

English (Strong)

from ἐπιστέλλω; a written message: "epistle," letter.

English (Thayer)

ἐπιστολῆς, ἡ (ἐπιστέλλω), a letter, epistle: ἐπιστολαί συστατικαι, letters of commendation, Winer s Grammar, 176 (165). On the possible use of the plural of this word interchangeably with the singular (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 113,8), see Lightfoot and Meyer on Euripides, Thucydides, others)).

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστολή) επιστέλλω
γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο
νεοελλ.
φρ.
1. (αναλόγως του περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ.
β) «συστατική επιστολή» — ο αποστολέας συνιστά κάποιον στον παραλήπτη και εκφέρει τη γνώμη του για τα προσόντα και τις ικανότητές του
γ) «ανοιχτή επιστολή» — κείμενο που δημοσιεύεται για να γίνει το περιεχόμενό του ευρύτερα γνωστό και όχι μόνο στον παραλήπτη
δ) «εγκύκλιος επιστολή» ή «εγκύκλιος» — πανομοιότυπη επιστολή ή έγγραφο με πολλούς παραλήπτες
ε) «εμπορική επιστολή» — επιστολή με περιεχόμενο σχετικό με τις δραστηριότητες και τις δοσοληψίες εμπορικών επιχειρήσεων
στ) «απλή επιστολή» — εκείνη που αποστέλλεται με τα συνήθη ταχυδρομικά τέλη
ζ) «συστημένη επιστολή» — αυτή που αποστέλλεται με αυξημένα τέλη ενώ στον αποστολέα χορηγείται απόδειξη και ο παραλήπτης υπογράφει σε ειδικό βιβλίο παραλαβής
αρχ.-μσν.
εντολή, παραγγελία ή διαταγή, προφορική ή γραπτή
αρχ.
1. διαθήκη
2. φρ. α) «ἐξ ἐπιστολῆς» — κατά διαταγή (κάποιου)
β) «ὁ τῶν ἐπιστολῶν» — ο γραμματέας.

Greek Monotonic

ἐπιστολή: ἡ (ἐπιστέλλω),
1. μήνυμα, αγγελία, παραγγελία, διαταγή, εντολή, είτε προφορική είτε γραπτή, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατ' εντολή, σε Ηρόδ.
2. επιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολή: ἡ тж. pl.
1) послание, поручение (письменное или устное), предписание, распоряжение: ἐξ ἐπιστολῆς Her. или ἐπιστολαῖς Eur. по приказанию; τέκνων ἐπιστολαί Eur. распоряжения относительно детей;
2) письменное послание, письмо (ἐπιστολὴν (δια)πέμπειν Eur., Thuc.; ἐπιστολὴν ἀποδοῦναι, λύειν Thuc.): ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν Plut. писец, секретарь.

Middle Liddell

ἐπιστολή, ἡ, ἐπιστέλλω
1. a message, command, commission, whether verbal or in writing, Hdt., attic; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.
2. a letter, Lat. epistola, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:™pistol» 誒披-士拖累
詞類次數:名詞(24)
原文字根:在上-安放 相當於: (אִגֶּרֶת‎)
字義溯源:書信,寫信,信,文書;源自(ἐπιστέλλω)=函告);由(ἐπί)*=在⋯上)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成。新約24次使用這字,和合本譯為:信,書信,文書。初期教會中,使徒常用書信的方式來指導和教導信徒
出現次數:總共(24);徒(5);羅(1);林前(2);林後(8);西(1);帖前(1);帖後(4);彼後(2)
譯字彙編
1) 書信(15) 徒15:30; 徒22:5; 林前16:3; 林後3:2; 林後3:3; 林後10:10; 林後10:11; 西4:16; 帖前5:27; 帖後2:2; 帖後2:15; 帖後3:14; 帖後3:17; 彼後3:1; 彼後3:16;
2) 信(5) 羅16:22; 林前5:9; 林後3:1; 林後7:8; 林後7:8;
3) 文書(3) 徒9:2; 徒23:25; 徒23:33;
4) 寫信(1) 林後10:9

English (Woodhouse)

document, letter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)