προεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "of Time" to "of time")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[προοράω]] [[being]] used [[instead]] [[part]]. προ-ϊδών inf. -ϊδεῖν cf. [[πρόοιδα]]<br /><b class="num">I.</b> to see [[beforehand]], [[catch]] [[sight]] of, Hom., etc.; so in Mid., προϊδέσθαι Od.:—absol. to [[look]] [[forward]], Od.<br /><b class="num">2.</b> of [[Time]], to [[foresee]], [[portend]], Orac. ap. Hdt., Pind.:—so in Mid., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[have]] a [[care]] for, [[provide]] [[against]], c. gen., [[ἡμέων]] οἰκοφθορημένων Hdt.; αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Thuc.:—so in Mid., προϊδομένους αὐτῶν Thuc.:— to make [[provision]], προϊδέσθαι [[ὑπέρ]] τινος Dem.
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[προοράω]] [[being]] used [[instead]] [[part]]. προ-ϊδών inf. -ϊδεῖν cf. [[πρόοιδα]]<br /><b class="num">I.</b> to see [[beforehand]], [[catch]] [[sight]] of, Hom., etc.; so in Mid., προϊδέσθαι Od.:—absol. to [[look]] [[forward]], Od.<br /><b class="num">2.</b> of [[time]], to [[foresee]], [[portend]], Orac. ap. Hdt., Pind.:—so in Mid., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[have]] a [[care]] for, [[provide]] [[against]], c. gen., [[ἡμέων]] οἰκοφθορημένων Hdt.; αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Thuc.:—so in Mid., προϊδομένους αὐτῶν Thuc.:— to make [[provision]], προϊδέσθαι [[ὑπέρ]] τινος Dem.
}}
}}

Revision as of 10:00, 15 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεῖδον Medium diacritics: προεῖδον Low diacritics: προείδον Capitals: ΠΡΟΕΙΔΟΝ
Transliteration A: proeîdon Transliteration B: proeidon Transliteration C: proeidon Beta Code: proei=don

English (LSJ)

aor. with no pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—A look forward, ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393; see beforehand, catch sight of, μή πώς με προϊδὼν… ἀλέηται 4.396; ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756, cf. 18.527, Hdt.3.14:—Med., προΐδωνται Od.13.155; χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc.386 (v.l. προσιδ-). 2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140; ἐσσόμενον Pi.N.1.27: abs., Pl.Lg.691b:—Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc. II take thought for, ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in Med., προϊδόμενος (προειδομένους codd.) αὐτῶν Id.4.64; τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19; ὅπως μὴ… D.54.17; προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about…, D.C.56.13.

German (Pape)

[Seite 718] inf. προιδεῖν, aor. zu προοράω, w. m. s. – Dazu perf. πρόοιδα, inf. προειδέναι, ich weiß vorher; προειδώς, Her. 9, 141; προειδόσι τὰ πράγματα, Plat. Crat. 433 e; τὸν θάνατον, Gorg. 533 d, u. sonst, wie Folgde; προειδὼς τὸ μέλλον, Pol. 5, 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προεῖδον: ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται τὸ προοράω· μετοχ. προϊδών, ἀπαρέμφ. προϊδεῖν, πρβλ. πρόοιδα. Ρίπτω βλέμμα μακρὰν ἐμπρός, ὀξὺ μάλα προϊδὼν Ὀδ. Ε. 393· βλέπω πρότερον, «παίρνει τι τὸ ’μάτι μου», μὴ πώς με προϊδών… ἀλέηται Δ. 396· ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Ἰλ. Ρ. 756, πρβλ. Σ. 527, Ἡρόδ. 3. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προϊδέσθαι Ὀδ. Ν. 155, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 (κ. ἀλλ. προσιδ-). 2) ἐπὶ χρόνου, προβλέπω, προοιωνίζομαι, κακότητος ἀνάγκας Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· ἐσσόμενον Πινδ. Ν. 1. 40· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 691Β· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1. 8, Δημ. 128, 18, κτλ. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, προνοῶ, ἡμέων οἰκοφθορημένων Ἡρόδ. 8. 144· αὐτῶν (ἐξυπακ. τῶν ἀποβαινόντων) Θουκ. 1. 83· ― ἀλλ’ ἡ ἔννοια τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προϊδομένους (οὐχὶ προειδ- κατὰ τὰ Ἀντίγραφα) αὐτῶν Θουκ. 4. 64· προϊδέσθαι τοῦ μέλλοντος Δίων Κ. 45. 19· ὅπως μή… Δημ. 1262. 17. 2) λαμβάνω πρόνοιαν, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 664. 17· οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο Δίων Κ. 56. 13.

French (Bailly abrégé)

v. προοράω.

English (Autenrieth)

subj. προΐδωσιν, part. προϊδών, mid. subj. προΐδωνται: look forward, catch sight of in front, mid., Od. 13.155.

English (Thayer)

(from Homer down), 2nd aorist of the verb πρωράω, to foresee: WH προϊδών without diaeresis; cf. Iota, at the end)); Galatians 3:8.

Greek Monotonic

προεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση (το προοράω χρησιμ. αντί αυτού), μτχ. προ-ϊδών, απαρ. ἰδεῖν· πρβλ. πρόοιδα,
I. 1. βλέπω εκ των προτέρων, ρίχνω βλέμμα από πριν πάνω σε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., προϊδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., κοιτάζω μπροστά, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, προβλέπω, προοιωνίζομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Πίνδ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.
II. φροντίζω, προνοώ, με γεν., ἡμέων οἰκοφθορημένων, σε Ηρόδ.· αὐτῶν (ενν. τῶν ἀποβαινόντων), σε Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., προϊδομένους αὐτῶν, στον ίδ.· λαμβάνω πρόνοια, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προεῖδον: aor. 2 к προοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προεῖδον aor. van προοράω.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, προοράω being used instead part. προ-ϊδών inf. -ϊδεῖν cf. πρόοιδα
I. to see beforehand, catch sight of, Hom., etc.; so in Mid., προϊδέσθαι Od.:—absol. to look forward, Od.
2. of time, to foresee, portend, Orac. ap. Hdt., Pind.:—so in Mid., Xen., etc.
II. to have a care for, provide against, c. gen., ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.; αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Thuc.:—so in Mid., προϊδομένους αὐτῶν Thuc.:— to make provision, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Dem.