γενητικός: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γενητικός:''' v. l. = [[γεννητικός]]. | |elrutext='''γενητικός:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[γεννητικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2022
English (LSJ)
A v.l. for γενν-, Arist.Top.124a24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.
Greek Monolingual
γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].
Russian (Dvoretsky)
γενητικός: v.l. = γεννητικός.