ἔφιππος: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v. l. [[εὔιππος]]; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; [[κλύδων]]' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., [[ἀνδριάς]] Plut. Popl. 19, wie [[εἰκών]] Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, [[varia lectio|v.l.]] [[εὔιππος]]; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; [[κλύδων]]' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., [[ἀνδριάς]] Plut. Popl. 19, wie [[εἰκών]] Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:21, 9 January 2022
English (LSJ)
ον,
A on horseback, riding, Eup.27; ἔφιππος εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f; ἔφιπποι ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔφιππος an equestrian statue, Plu.Publ.19; ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22 (so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.)); βίος Philostr.Her.19.19.
2 κλύδων ἔφιππον a rushing wave of horses, S.El.733.
German (Pape)
[Seite 1119] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v.l. εὔιππος; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; κλύδων' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., ἀνδριάς Plut. Popl. 19, wie εἰκών Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφιππος: -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς ἔφιππος, Πλουτ. Ποπλικ. 19· ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) κλύδων ἔφιππος, μεταφ., ὁρμητικὸν κῦμα ἁρμάτων, παρεὶς κλύδων’ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va à cheval;
2 équestre (statue);
3 κλύδων ἔφιππος SOPH torrent de chars et de chevaux.
Étymologie: ἐπί, ἵππος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἔφιππος, -ον)
αυτός που κάθεται πάνω στο άλογο, που ιππεύει, ιππέας, καβαλάρης
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφιππον
όχημα που σύρεται από ένα άλογο
αρχ.
φρ. «κλύδων ἔφιππος» — ορμητικό κύμα αλόγων, άλογα που ορμούν σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππος.
Greek Monotonic
ἔφιππος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται πάνω στη ράχη του αλόγου, καβαλάρης· ἀνδριὰς ἔφ., άγαλμα με έφιππη αναπαράσταση, σε Πλούτ.
II. κλύδων ἔφιππος, ταραχή της ιπποδρομίας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔφιππος: сидящий на коне, конный (ἀνδριάς, εἰκὼν χαλκῆ Plut.): κλύδων ἔ. Soph. свалка колесниц и коней.
Middle Liddell
ἔφ-ιππος, ον
I. on horseback, riding: ἀνδριὰς ἔφ. an equestrian statue, Plut.
II. κλύδων ἔφιππος a rushing wave of horses, Soph.
English (Woodhouse)
mounted, mounted on horseback, on horseback, riding on horseback