ἐπίσειον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v. l. [[ἐπίσιον]], wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ἐπίσιον]], wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:25, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειον Medium diacritics: ἐπίσειον Low diacritics: επίσειον Capitals: ΕΠΙΣΕΙΟΝ
Transliteration A: epíseion Transliteration B: episeion Transliteration C: episeion Beta Code: e)pi/seion

English (LSJ)

A v. ἐπίσιον.

German (Pape)

[Seite 976] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v.l. ἐπίσιον, wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειον: τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον ὡσαύτως ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· ἐπίσιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - Κατὰ Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ τρίχωσις (ἡ περὶ τὸ αἰδοῖον δηλ.) ἥβη τη καὶ ἐπίσιον», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «ἐπίσειον· τὸ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».

Greek Monolingual

και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσοςἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].