περίνεος: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
mNo edit summary |
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perineos | |Transliteration C=perineos | ||
|Beta Code=peri/neos | |Beta Code=peri/neos | ||
|Definition=ὁ, [[space]] between the [[anus]] and [[scrotum]], Hp.Art.71,77, Aph.4.80, Arist.HA493b9; [[male genital organs]], Id.GA716a33 (v.l. περιναίους), 766a5 : Gal.19.130 has περινῷ· περινέῳ, Hsch. [[περίνα]]· [[περίναιον]], τὸ [[αἰδοῖον]], and [[περίνος]]· τὸ [[αἰδοῖον]]. | |Definition=ὁ, [[space]] between the [[anus]] and [[scrotum]], Hp.Art.71,77, Aph.4.80, Arist.HA493b9; [[male genital organs]], Id.GA716a33 ([[varia lectio|v.l.]] περιναίους), 766a5 : Gal.19.130 has περινῷ· περινέῳ, Hsch. [[περίνα]]· [[περίναιον]], τὸ [[αἰδοῖον]], and [[περίνος]]· τὸ [[αἰδοῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 11 January 2022
English (LSJ)
ὁ, space between the anus and scrotum, Hp.Art.71,77, Aph.4.80, Arist.HA493b9; male genital organs, Id.GA716a33 (v.l. περιναίους), 766a5 : Gal.19.130 has περινῷ· περινέῳ, Hsch. περίνα· περίναιον, τὸ αἰδοῖον, and περίνος· τὸ αἰδοῖον.
German (Pape)
[Seite 583] ὁ, auch π ερίναιος, = Vorigem, μ ηροῦ ἢ γλουτοῦ τὸ ἐντός, Arist. H. A. 1, 14, vgl.; Poll. 2, 173; de gen. anim. 1, 2. 4, 1, wo es gradezu das männliche Glied zu bedeuten scheint.
Greek (Liddell-Scott)
περίνεος: ὁ, τὸ μεταξὺ τῆς ἕδρας καὶ τῶν ὄρχεων διάστημα, Ἱππ. 833Η, 834G, 837B, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, π. Ζ. Γεν. 1. 2. 7., 4. 1, 31· - παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1252Ε, κ. ἀλλ., φέρεται περιτόναιον, δηλ. περίναιον· ἐνίοτε παρὰ Γαληνῷ ὡσαύτως περινός· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. περίνα, Σουΐδ. ἐν λέξ. πέριλος. - Ἰδὲ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, σ. 146.
Greek Monolingual
περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].
Russian (Dvoretsky)
περίνεος: ὁ анат. промежность Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίνεος -ου, ὁ [περί, ἰνέω] anat. perineum.