φιλοφρόνησις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοφρόνησις''': ἡ, [[φιλόφρων]] [[περιποίησις]], [[ἔνδειξις]] εὐνοίας, τινος Διονύσ. Ἁλ. 10. 57 (κατὰ τὸν Βατ. Κώδ. ἀντὶ φιλοφροσύνας), Πλούτ. 2. 212F· καὶ | |lstext='''φῐλοφρόνησις''': ἡ, [[φιλόφρων]] [[περιποίησις]], [[ἔνδειξις]] εὐνοίας, τινος Διονύσ. Ἁλ. 10. 57 (κατὰ τὸν Βατ. Κώδ. ἀντὶ φιλοφροσύνας), Πλούτ. 2. 212F· καὶ συχν. παρὰ τῷ Ἰωσήπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:54, 31 January 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A kind treatment, courtesy, Aristeas 246 (pl.), D.H.10.57 (pl.), J.AJ2.9.7, al., Plu.2.212f, Hld.3.11, Charito 4.3.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, das liebreiche, freundliche Behandeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρόνησις: ἡ, φιλόφρων περιποίησις, ἔνδειξις εὐνοίας, τινος Διονύσ. Ἁλ. 10. 57 (κατὰ τὸν Βατ. Κώδ. ἀντὶ φιλοφροσύνας), Πλούτ. 2. 212F· καὶ συχν. παρὰ τῷ Ἰωσήπῳ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dispositions amicales ou bienveillantes, bienveillance, bonté.
Étymologie: φιλοφρονέω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρόνησις: εως ἡ доброжелательное отношение, дружелюбие, ласковость, приветливость Plut.