ἱερουργός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierourgos | |Transliteration C=ierourgos | ||
|Beta Code=i(erourgo/s | |Beta Code=i(erourgo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[sacrificing priest]], Call.Fr.450 (in Ep. form [[ἱεροεργός]]), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a [[religious]] [[college]], IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. [[ἱερωργός]] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:26, 2 April 2022
English (LSJ)
ὁ, sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερωργός prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός)
(νεοελλ.-μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή
αρχ.
1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες
2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» — τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το οποίο φρόντιζε τα σχετικά με τη λατρεία της Αθηνάς επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ουργος (< έργον), πρβλ. δραματουργός, μουσουργός].
Greek Monotonic
ἱερουργός: ὁ (*ἔργω), ιερέας που τελεί θυσίες, θύτης, σε Αποσπ. Καλλ.