ἔνδυμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἔνδῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ- <i>AP</i> 6.280]<br /><b class="num">1</b> [[vestido]], [[vestidura]], [[vestimenta]] frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario <i>Sokolowski</i> 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.<i>Ep</i>.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos!</i> Men.<i>Pc</i>.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas</i> ofrecidas a Ártemis <i>AP</i> l.c., cf. <i>PCair.Zen</i>.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4<i>Re</i>.10.22, cf. 2<i>Re</i>.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura</i> LXX <i>Pr</i>.31.22, cf. <i>ID</i> 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.<i>AI</i> 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.<i>BI</i> 6.389, cf. 5.232, Plu.<i>Sol</i>.8, Pythag.<i>Ep</i>.3.1, Chrys.<i>Iob</i> 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro <i>PMag</i>.35.20<br /><b class="num">•</b>fig. [[vestidura]], [[envoltura]] τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.<i>Sent</i>.449, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra</i> ref. Cristo <i>A.Phil</i>.11.9, cf. <i>Hom.Clem</i>.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.<i>Dial</i>.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo</i> Herm.<i>Mand</i>.12.1.1, [[βάπτισμα]] ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.<i>Procatech</i>.16.<br /><b class="num">2</b> [[disfraz]], [[apariencia]] ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων <i>Eu.Matt</i>.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad</i> Gr.Naz.M.36.136B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[envoltura]] τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.<i>Cord</i>.8.
|dgtxt=(ἔνδῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ- <i>AP</i> 6.280]<br /><b class="num">1</b> [[vestido]], [[vestidura]], [[vestimenta]] frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario <i>Sokolowski</i> 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.<i>Ep</i>.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos!</i> Men.<i>Pc</i>.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas</i> ofrecidas a Ártemis <i>AP</i> l.c., cf. <i>PCair.Zen</i>.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4<i>Re</i>.10.22, cf. 2<i>Re</i>.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura</i> LXX <i>Pr</i>.31.22, cf. <i>ID</i> 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.<i>AI</i> 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.<i>BI</i> 6.389, cf. 5.232, Plu.<i>Sol</i>.8, Pythag.<i>Ep</i>.3.1, Chrys.<i>Iob</i> 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro <i>PMag</i>.35.20<br /><b class="num">•</b>fig. [[vestidura]], [[envoltura]] τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.<i>Sent</i>.449, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra</i> ref. [[Cristo]] <i>A.Phil</i>.11.9, cf. <i>Hom.Clem</i>.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.<i>Dial</i>.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo</i> Herm.<i>Mand</i>.12.1.1, [[βάπτισμα]] ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.<i>Procatech</i>.16.<br /><b class="num">2</b> [[disfraz]], [[apariencia]] ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων <i>Eu.Matt</i>.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad</i> Gr.Naz.M.36.136B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[envoltura]] τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.<i>Cord</i>.8.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:10, 7 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδῡμα Medium diacritics: ἔνδυμα Low diacritics: ένδυμα Capitals: ΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: éndyma Transliteration B: endyma Transliteration C: endyma Beta Code: e)/nduma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐνδύω) A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.

German (Pape)

[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.

Spanish (DGE)

(ἔνδῡμα) -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ- AP 6.280]
1 vestido, vestidura, vestimenta frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario Sokolowski 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.Ep.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos! Men.Pc.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas ofrecidas a Ártemis AP l.c., cf. PCair.Zen.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4Re.10.22, cf. 2Re.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura LXX Pr.31.22, cf. ID 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.AI 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.BI 6.389, cf. 5.232, Plu.Sol.8, Pythag.Ep.3.1, Chrys.Iob 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro PMag.35.20
fig. vestidura, envoltura τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent.449, cf. Porph.Abst.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra ref. Cristo A.Phil.11.9, cf. Hom.Clem.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.Dial.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo Herm.Mand.12.1.1, βάπτισμα ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.Procatech.16.
2 disfraz, apariencia ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων Eu.Matt.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad Gr.Naz.M.36.136B.
3 medic. envoltura τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.Cord.8.

English (Strong)

from ἐνδύω; apparel (especially the outer robe): clothing, garment, raiment.

English (Thayer)

ἐνδυτός, τό (ἐνδύω), garment, raiment, (Aulus Gellius, Lactantius indumentum): a cloak, an outer garment: ἔνδυμα γάμου, a wedding garment); ἔνδυμα προβάτων, sheep's clothing, i. e. the skins of sheep, Strabo 3,3, 7); Josephus, b. j. 5,5, 7; (Antiquities, 3,7, 2); Plutarch, Song of Solomon 8; the Sept. for לְבוּשׁ.)

Greek Monolingual

το (AM ἔνδυμα)
1. φόρεμα για την κάλυψη του σώματος «ἔνδυμα γάμου»
2. περίβλημα συσκευής
μσν.- νεοελλ.
τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών
νεοελλ.
άδεια εισόδου.

Greek Monotonic

ἔνδῠμα: -ατος, τό (ἐνδύω), ένδυμα, ρούχο, ιμάτιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδυμα: ατος τό Plut., NT = ἐνδυτόν.

Middle Liddell

ἔνδῠμα, ατος, τό, n ἐνδύω
a garment, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:œnduma 恩-低馬
詞類次數:名詞(8)
原文字根:在內-滑脫(果效)
字義溯源:服裝,衣服,衣裳,禮服,皮;源自(ἐνδύω)=穿上衣服);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。馬太福音記載三種不同的衣服,一種是很簡單,由駱駝毛作的粗陋衣服( 太3:4)。另一種是參加筵席的禮物( 太22:11)。還有一種是天上使者潔白如雪的衣服( 太28:3)。
同義字:1) (ἔνδυμα)服裝 2) (ἐσθής)衣裳 3) (ἱμάτιον)衣裳,衣服 4) (ἱματισμός)服裝,華麗衣服 5) (σκέπασμα)衣服,遮身之物 6) (χιτών)上衣,內衣
出現次數:總共(8);太(7);路(1)
譯字彙編
1) 服裝(2) 太22:11; 太22:12;
2) 衣服(2) 太3:4; 太28:3;
3) 衣裳(2) 太6:28; 路12:23;
4) 衣裳麼(1) 太6:25;
5) 皮(1) 太7:15