ἀπολυτρόω: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολυτρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απελευθερώνω]] κάποιον με την [[καταβολή]] λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''ἀπολυτρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απελευθερώνω]] κάποιον με την [[καταβολή]] λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. [[παρά]] Δημ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀπολυτρῶ]], [[ἀπολυτρόω]])<br />[[απελευθερώνω]] κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα [[λύτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλλάσσω]] κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, [[σώζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλυτώνω]], [[ξεφεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:37, 16 April 2022
English (LSJ)
A release on payment of ransom, Men.Mis.21: c. gen. pretii, ὡς ἐχθροὺς ἀ. τῶν μακροτάτων λύτρων Pl.Lg.919a, cf. Philipp. ap.D.12.3; restore for a ransom, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς Plb.2.6.6, cf. J.BJ2.14.1:—Med., Polyaen.5.40.
German (Pape)
[Seite 313] für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυτρόω: ἐλευθερῶ διὰ λύτρων, καταβάλλω τὰ λύτρα καὶ ἐλευθερῶ τινα, μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὡς ἐχθροὺς ἀπ. τῶν μιαρωτάτων λύτρων Πλάτ. Νόμ. 919Α, πρβλ. Φιλιππ. παρὰ Δημοσθ. 151. 15: ― Μέσ., Πολύαιν. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
délivrer moyennant rançon.
Étymologie: ἀπό, λυτρόω.
Spanish (DGE)
1 liberar mediante rescate c. ac. de pers. τὴν ἐμαυτοῦ a mi hija Men.Mis.298, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν Plb.2.6.6, τοὺς ἐπὶ λῃστείᾳ δεδεμένους I.BI 2.273
•c. ac. de pers. y gen. de precio liberar Pl.Lg.919a (τοὺς αἰχμαλώτους) ταλάντων ἐννέα D.12.3, χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρόν Plu.2.343b, tb. en v. med. οὓς (ἄνδρας) πολλῶν χρημάτων Polyaen.5.40
•c. prep. πρὸς ἰσοστάσιον χρυσόν al mismo peso de oro Posidon.274.
2 en v. med. liberarse ἀπολυτροῦται κακιῶν καὶ παθῶν διάνοια Ph.1.91, cf. Hsch.s.u. ἀπολυσάμενος.
Greek Monotonic
ἀπολυτρόω: μέλ. -ώσω, απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. παρά Δημ.
Greek Monolingual
(AM ἀπολυτρῶ, ἀπολυτρόω)
απελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα λύτρα
νεοελλ.
απαλλάσσω κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, σώζω
μσν.
γλυτώνω, ξεφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολυτρόω: освобождать за выкуп (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων ἐννέα Dem.).
Middle Liddell
to release on payment of ransom, c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.