ὁμοχοῖνιξ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-[[χοίνιξ]])].
|mltxt=ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾶσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-[[χοίνιξ]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμοχοῖνιξ:''' ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).
|elrutext='''ὁμοχοῖνιξ:''' ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 8 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοχοῖνιξ Medium diacritics: ὁμοχοῖνιξ Low diacritics: ομοχοίνιξ Capitals: ΟΜΟΧΟΙΝΙΞ
Transliteration A: homochoînix Transliteration B: homochoinix Transliteration C: omochoiniks Beta Code: o(moxoi=nic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, A one who shares the same χοῖνιξ, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 342] ικος, ὁ, der mit einem Andern zusammen seinen χοῖνιξ bekommt, bes. Mitsklav; Plut. Sympos. 2, 10 vrbdt οὐ μόνον ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ λαμβάνων τὴν αὐτὴν μερίδα μετ’ ἄλλων, Πλούτ. 2. 643D.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
compagnon de chénice, càd compagnon d’esclavage (qui reçoit la ration commune d’un chénice de blé {ou qui est enchaîné au même chénice}).
Étymologie: ὁμός, χοῖνιξ.

Greek Monolingual

ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾶσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (πρβλ. ημι-χοίνιξ)].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).