διαπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaprepis
|Transliteration C=diaprepis
|Beta Code=diapreph/s
|Beta Code=diapreph/s
|Definition=ές, [[distinguished]], [[νᾶσος]] Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = [[magnificence]], Th.6.16. Adv. [[διαπρεπῶς]] = [[magnificently]], σκηνὴ [[διαπρεπῶς]] κεκοσμημένη Plu.Alc.12; δ. ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.
|Definition=ές, [[distinguished]], [[νᾶσος]] Pi.I.5(4).44; [[ἀρετή]] Th.2.34; [[ἐσθής|ἐσθῆτι]] καὶ [[κόσμος|κόσμῳ]] δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; [[γυναικόμιμος|γυναικομίμῳ]] [[μόρφωμα|μορφώματι]] Id. Antiop.iiA7 A.; [[τὸ διαπρεπές]] = [[magnificence]], Th.6.16. Adv. [[διαπρεπῶς]] = [[magnificently]], [[σκηνή|σκηνὴ]] [[διαπρεπῶς]] [[κεκοσμημένως|κεκοσμημένη]] Plu.Alc.12; [[διαπρεπῶς]] [[ἀγωνίζομαι|ἀγωνίσασθαι]] Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:17, 17 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρεπής Medium diacritics: διαπρεπής Low diacritics: διαπρεπής Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: diaprepḗs Transliteration B: diaprepēs Transliteration C: diaprepis Beta Code: diapreph/s

English (LSJ)

ές, distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = magnificence, Th.6.16. Adv. διαπρεπῶς = magnificently, σκηνὴ διαπρεπῶς κεκοσμημένη Plu.Alc.12; διαπρεπῶς ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.

English (Slater)

διᾰπρεπής
   1 illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)

Greek Monolingual

-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.

Greek Monotonic

διαπρεπής: -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος, λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαπρεπής: отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный (νῆσος Pind.; ἀρετή Thuc.; ἄγαλμα Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρεπής -ές [διαπρέπω] uitstekend, voortreffelijk; subst.. τὸ διαπρεπές de praal Thuc. 6.16.2.

Middle Liddell

δια-πρεπής, ές adj πρέπω
eminent, distinguished, illustrious, Thuc.; τινί or τι in a thing, Eur.; τὸ δ. magnificence, Thuc.

English (Woodhouse)

conspicuous, exalted, famous, peerless, pre-eminent, singular, preeminent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)