καρβάν: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(2b) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, | |mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῖς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καρβάν:''' ᾶνος ὁ Aesch. = [[κάρβανος]] II. | |elrutext='''καρβάν:''' ᾶνος ὁ Aesch. = [[κάρβανος]] II. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[outlandish]], [[foreign]];<br />Other forms: acc. <b class="b3">-ᾶνα</b> (A. Supp. 129 [lyr.], H.), [[κάρβανος]] (A., Lyc.)<br />Derivatives: [[καρβάζειν]], [[καρβαΐζειν]], [[καρβανίζειν]] = [[βαρβαρίζειν]] H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.<br />Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: [[καρβάν]] = Hebr. identical with newtest. [[κορβάν]], prop. <b class="b2">sacr. gift</b>, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene [[Κάρβας]]; Arist. Vent. 973b has: <b class="b3">ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην</b>. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. <b class="b2">kuriu̯ana-</b>independent. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''καρβάν''': {karbán}<br />'''Forms''': Akk. -ᾶνα (A. ''Supp''. 129 [lyr.], H.), [[κάρβανος]] (A., Lyk.)<br />'''Meaning''': [[ausländisch]], [[fremd]];<br />'''Derivative''': davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.<br />'''Etymology''' : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: [[καρβάν]] = hebr. neutest. κορβάν, eig. [[Opfergabe]], das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.<br />'''Page''' 1,786 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 May 2022
German (Pape)
[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.
Greek Monolingual
καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῖς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].
Russian (Dvoretsky)
καρβάν: ᾶνος ὁ Aesch. = κάρβανος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: outlandish, foreign;
Other forms: acc. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyc.)
Derivatives: καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = Hebr. identical with newtest. κορβάν, prop. sacr. gift, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene Κάρβας; Arist. Vent. 973b has: ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. kuriu̯ana-independent.
Frisk Etymology German
καρβάν: {karbán}
Forms: Akk. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyk.)
Meaning: ausländisch, fremd;
Derivative: davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Etymology : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = hebr. neutest. κορβάν, eig. Opfergabe, das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.
Page 1,786