αρχειοφύλακας: Difference between revisions
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] | |mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] ἀρχειοφύλακος)<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:02, 4 June 2022
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.