χέλυο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(46)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χέλυον]], ΝΑ [[χέλυς]], -<i>υος</i>]<br />το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[καύκαλο]] ή [[καβούκι]], [[καθώς]] και με την εμπορική [[ονομασία]] [[ταρταρούγα]].
|mltxt=[[χέλυο]], το / [[χέλυον]], ΝΑ [[χέλυς]], -<i>υος</i>]<br />το [[όστρακο]] της [[χελώνα]]ς, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[καύκαλο]] ή [[καβούκι]], [[καθώς]] και με την εμπορική [[ονομασία]] [[ταρταρούγα]].
}}
}}

Revision as of 17:56, 9 June 2022

Greek Monolingual

χέλυο, το / χέλυον, ΝΑ χέλυς, -υος]
το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.