συμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦν
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦν
το», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῖν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῖς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῖον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῦτα μεγάλοισι συμβαλεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
το», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῖν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῖς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῖον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῦτα μεγάλοισι συμβαλεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῦ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβάλλω Medium diacritics: συμβάλλω Low diacritics: συμβάλλω Capitals: ΣΥΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: symbállō Transliteration B: symballō Transliteration C: symvallo Beta Code: sumba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: aor. -έβᾰλον, inf. -βᾰλεῖν: pf. -βέβληκα: aor. 1 Pass. -εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only pres. Act., aor. Act. and Med., but most commonly Ep. intr. aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. 2sg. -βλήεαι prob. cj. for -βλήσεαι in Il.20.335, 3sg. contr. A -βληται Od.7.204:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; ἀσπίδας E.Ph.1405, Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ Il.4.453; ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος 5.774:— Med., πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50 (cf. δάκρυα δάκρυσι σ. E.Or.336 (lyr., Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ σ. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to... Arist.HA 606a15:—Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60. 2 collect, X.Cyr.2.1.5; store up, accumulate, κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας πολλάς Id.An.3.4.31. 3 jumble up together, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν Pl.Plt.285a. 4 intr. in Act., fit (cf. σύμβολον 1.1), Arist.EE1239b14; to be suitable, τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7 (unless = sow, set). b to be profitable, σ. τῷ πολιτικῷ . . δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285 S.; σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496. 5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι . . σ. ὁδοί where two roads join, S.OC901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA514a12; collide, τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc. 6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA455). 7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar.Pax 37; so τοπεῖα IG22.1672.311 (iv B.C.); ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4; στέφανον Philostr.Her.Prooem.; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA668b24; fit together, ἁρμούς IG7.4255.23 (Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.); κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10 (iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58. 8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R.425c, cf. Th.5.77 (Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend, πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec.446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29; σ. δανεισμῷ Pl.Lg.921d; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— Med., with pf. Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.); τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98; ἐφόδιον PSI4.407.12 (iii B.C.). 9 generally, contribute:— Pass., συμβάλλεταί τις . . μερίς Alex.149.4:—in this sense mostly in Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Th.3.45, cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν . . ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ . .many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially... Pl.Ap.36a; σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg.836b; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει σ. Isoc.Ep.8.6; οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος σ. And.1.143; μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.836d, cf. R.331b, D.41.11; οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79; συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108, cf. 113 (iii B.C.); τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti.47c, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50; σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Antipho 5.79, cf. Pl.Lg.905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch.1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [[[their share]]] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med.284. 10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61; περί τινος Pl.Plt. 298c; συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg.905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id.Ion532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος σ. Id.Smp.185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.). II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς σ.; X.An.4.6.14. II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them, ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55; ἐμὲ . . καὶ Μενέλαον συμβάλετε . . μάχεσθαι 3.70; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. Id.5.1; τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2; ἀλεκτρυόνας σ. Id.Smp.4.9; ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32; εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with... Pl.Lg.647c. b Med., join in fight, σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377. c intr., come together, σύμβαλον μάχεσθαι 16.565; also ς. alone, come to blows, engage, πρίν γ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι 21.578; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80,104; Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch.461 (lyr.); Ἕλληνες Μήδοις σ. Simon.136; also σ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20, Isoc.4.69; εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt.273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.). 2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag., σ. βάκχαις μάχην E.Ba.837; ἔχθραν τινί Id.Med.44; ἔριν φίλοις ib.521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj.1323; αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους E.IA830. 3 Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses Ep. aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27, cf. 39; εἰ δ' ἄρα τις . . ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204; ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. -βλήεαι) αὐτῷ Il.20.335; ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15. 4 so in Act., συμβαλών having met, A.Ch.677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ σ. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy.1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.). III compare, σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10; ἑωυτόν τινι Id.3.160; ἓν πρὸς ἕν Id.4.50; τι πρός τι Lycurg.68; πρὸς ἄλληλα Pl.Tht.186b; οὐδὲν ἦν τούτων . . πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5:—Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95. b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc. 2 Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—Pass., ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101. 3 conclude, infer, conjecture, interpret, συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33; σ. ὅτι . . Pl.Cra.412c; τοῦτο σ. S.OC1474; τοῦτο σ., ὅτι. . Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα σ. E.Or.[1394]; εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq.427; ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72; σ. ἔπη E.Med.675; τοὖναρ Id.IT55; τὴν μαντείαν Pl.Cra.384a; τὸν χρησμόν Arist.Fr.532, cf. 76; σήματα σ., εἰ . . ἤ . . Arat.1146: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ . . Sor.2.63:—Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib.III; σ. τι ἔκ τινος 6.107; τῇδε, ὅτι . . from the fact that... 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45. IV agree, arrange, καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14; πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41:—Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle, λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3; ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην . . ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 977] (s. βάλλω), 1) zusammenwerfen, zusammenbringen, z. B. von Flüssen, die sich in einander ergießen, ᾗχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ.Σκάμανδρος, Il. 5, 774, wie ποταμοὶ ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ, 4, 453; Her. im med., ὕδωρ συμβάλλεσθαι, 4, 50; τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ, die Augen schließen, Aesch. Ag. 15, vgl. 1267; δεξιὰς συμβαλεῖν ἀλλήλοις, Eur. L A. 58; auch συμβαλεῖν ἔπη κακά, Soph. Ai. 1304, vom Zank; vgl. ὅταν φίλοι φίλοισι συμβάλωσ' ἔριν, Eur. Med. 521; μάχην τινί, Bacch. 835 (s. unter 2); γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους, I. A. 830; ῥινούς, Ar. Pax 1240; πρὸς ἀλλήλας ἱμάτια, Eccl. 446; σχοινία, Stricke zusammenflechten, -drehen, Pax 37; aufschütten, κριθαὶ ἵπποις συμβεβλημέναι, Xen. An. 3, 4, 31. – Med. von dem Seinigen zusammenbringen, beisteuern, hergeben, τέμενος συμβάλλομαι, Pind. I. 1, 59; ὁλκάδα τινί, Einem sein Lastschiff mitgeben, Her. 3, 135; εἴς τι, πρός τι, wozu beisteuern, beitragen, 4, 50; ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν, Thuc. 3, 45; ὥςτε καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν, Xen. An. 1, 1, 9; dah. helfen wozu, Cyr. 2, 4, 21; μέγα εἴς τι, 1, 2, 8, vgl. 6, 1, 28; Plat. Rep. I, 331 b; daher wie bei uns dazu beitragen, die Ursache sein, τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα τέ μοι πολλὰ ξυμβάλλεται, Apol. 36 a; τινὶ εἴς τι, Pol. 2, 13, 1 u. oft; – auch zuweilen im act., οἱ συμβάλλοντες; sc. χρήματα, die Geld vorstrecken, die Gläubiger, D. Hal. 4, 9. 5, 62; übh. von Geldgeschäften, συμβόλαια συμβάλλειν, Plat. Rep. IV, 425 c Legg. XI, 922 a; οὐδ' ἑτέρῳ συμβέβληκε, Is. 5, 36; beisteuern, συμβάλλειν παιδὶ ἢ γυναικὶ πέρα μεδίμνου, 10, 10; übh. hinzufügen, συμβάλλεσθαι γνώμας, seine Stimme zu denen der Uebrigen hinzufügen, Her. 8, 61; ξενίαν συνεβάλοντο, sie schlossen Gastfreundschaft, Xen. An. 6, 4, 35; λόγους περί τινος, Cyr. 2, 2, 21. – 2) im feindlichen Sinne, Menschen an einander, in Streit bringen, zum Kampf aufreizen, ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον, Il. 20, 55, u. vollständiger, ἐμὲ καὶ Μενέλαον συμβάλετε μάχεσθαι, 3, 70; τινά τινι, Einen mit dem Andern kämpfen lassen, committere, Her. 3, 32. 5, 1; auch intr., an einander gerathen, handgemein werden, kämpfen, αὐτοὶ σύμβαλον μάχεσθαι, sie geriethen an einander, um zu kämpfen, Il. 16, 565; u. so auch im med., σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι, 12, 377. – Uebh. im med. = zusammentreffen mit Einem, ihm begegnen, bes. im sync. aor., absolut, Il. 24, 709, ὁ δὲ ξύμβλητο γεραιὸς Νέστωρ 14, 39, u. gew. mit dem dat., Νέστορι δὲ ξύμβληντο, ib. 27, ἔνθ' Ὕπνῳ ξύμβλητο, ib. 231; ὅτε κεν συμβλήσεαι αὐτῷ, 20, 335, vgl. Od. 6, 54. 10, 105; ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης, 11, 127. 15, 441; u. so im aor. act., τὼ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν, 21, 15; so auch Aesch. Ἄρης Ἄρει συμβάλοι, Ch. 484; ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ' εἶπε συμβαλὼν ἀνήρ, 666; ἔνθα δίστομοι μάλιστα συμβάλλουσιν ἐμπόρων ὁδοί, die Wege treffen zusammen, Soph. O. C. 905; Einem ein Treffen liefern, Her. 1, 77. 80. 82. 103 u. oft; συνέβαλον Λακεδαιμονίοις μαχόμενοι, Plat. Menex. 242 a; πρὸς μάχην τοῖς ὑπεναντίοις, Pol. 10, 37, 4; εἰς μάχην, 3, 56, 6; τοῖς πολεμίοις, 1, 9, 7 u. oft. – 3) zusammenhalten, zusammenstellen, vergleichen, τί τινι, Her. 2, 10. 3, 160. 4, 53. 99; auch πρός τι, 3, 95. 4, 50; u. pass., συμβληθῆναί τινι, 3, 125; auch med., τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοεικὸν τάλαντον συμβαλλεόμενον, 3, 95; πρὸς ἄλληλα, Plat. Theaet. 186 b; τί τινι, Hipp. mai. 289 b. Daher durch Vergleichung der Umstände auszumitteln suchen, einen Schluß daraus machen, vermuthen, folgern, errathen. συμβαλεῖν εὐμαρὲς ἦν τὸ αἷμα, es war leicht abzunehmen, zu errathen, Pind. N. 11, 33; τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις, Soph. O. C. 1472. Gewöhnlich im med., entweder absol., Her. 4, 15. 45. 87. 7, 24. 184. 8, 30, vgl. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 199, oder mit acc. c. inf., Her. 1, 68. 2, 33, 113. 5, 1. 6, 108. oder mit ὅτι, 3, 68, u. mit dem bloßen acc., errathen, durch Vermuthung herausbringen 4, 111. 6, 107; συμβαλοῦ γνώμην, überlege bei dir, Soph. O. C. 1153; οὐκοῦν ἐναργὲς, οῦτο συμβαλεῖν, ὅτι οἰχήσεται, Ar. Vesp. 50; ἣν οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι, 72; ῥᾴδιον συμβαλεῖν, Plat. Crat. 412 c; u. med., Rep. III, 398 c. Auch wie συντίθεσθαι, unter sich verabreden, συνεβάλοντο δὲ καὶ λόφον εἰς ὃν δέοι πάντας ἁλίζεσθαι, Xen. An. 6, 1, 3. – 4) zusammenrechnen, zusammenzählen, Her. 6, 63. 65, u. pass., ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια συμβέβληταί μοι, der Weg wird von mir auf zweihundert Stadien berechnet, 4, 101.

Greek (Liddell-Scott)

συμβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, ἀόριστ. -έβᾰλον, ἀπαρ. -βᾰλεῖν· πρκμ. -βέβληκα· παθ. ἀόρ. α΄ -εβλήθην· ― τῶν χρόνων τούτων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἐνεστ., ἐνεργ. ἀόριστ. καὶ μέσ., ἀλλὰ συνηθέστατα τὸν ἀμετάβ. Ἐπικ. ἀόριστ. συμβλήτην, -βλήμεναι, μέσ. σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -βλήμενος, μέλλ. συμβλήσομαι, β΄ ἑνικ. συμβλήσεαι (Ἰλ. Υ. 335)· ― οἱ τύποι συμβαλλεόμενος, συμβαλεόμενος, παρ’ Ἡροδ. φαίνονται ἡμαρτημένοι Ἰωνικ., πρβλ. 1. 68 πρὸς τὰς διαφ. γραφάς. Συγκρούω, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινεύς, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν πυκνῇ τάξει μάχης, Ἰλ. Δ. 447., Θ. 61· τὰς ἀσπίδας Εὐρ. Φοίν. 1405, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1274, Ξεν., κλπ.· βάλλω, χύνω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συμμίσγω, ἐπὶ ποταμῶν, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος Ε. 774· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ. Ἡρόδ. 4. 50 (πρβλ. δάκρυα δάκρυσι σ. Εὐρ. Ὀρ. 336)· ὁ Ἀκεσίνης σ. τῷ Ὑδραώτῃ (ἐξυπακ. τὸ ὕδωρ) Ἀρρ. Ἀν. 6. 1· συμβάλλουσι κάτω τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν, ἔχουσι τὰ ὦτά των κρεμάμενα κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5. 2) βάλλω ὁμοῦ, συνάγω, συλλέγω, Ξεν. Κύρ. 2, 1, 5, κτλ.· οὕτω, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν, πράγματα διαφέροντα πραγματεύομαι ὡσεὶ ἦσαν ὅμοια, Πλάτ. Πολιτ. 285Α. 3) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., συνέρχομαι, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41· ἔνθα δίστομοι... σ. ὁδοί, ὅπου δύο ὁδοὶ συνέρχονται, ἑνοῦνται, Σοφ. Ο. Κ. 901· ἡ φλὲψ σ. τῇ ἀποσχίσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 21· αἱ φλέβες σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 17, κτλ. 4) σ. βλέφαρα, συνάπτειν, κλείειν τὰ βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ὕπνῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· σ. ὄμμα, κλείειν τὰ ὄμματα ἐν θανάτῳ, αὐτόθι 1294 (ἀλλά: ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; πῶς θὰ συναντηθῇ τὸ βλέμμα μου πρὸς τὸ ἰδικόν της; Εὐρ. Ι. Α. 455). 5) καθόλου, συνάπτω, ἑνώνω, σ. σχοινία, κοινῶς: «στρήβω σχοινιὰ» (πρβλ. συμβολεύς), Ἀριστοφ. Εἰρ. 37· ξ. δεξιὰς ἀλλήλοισι, συνάπτω χεῖρας, Εὐρ. Ι. Α. 58· σ. λόγους τινὶ αὐτόθι 8?0· κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας, ἐρριμμένας σωρηδὸν ἔμπροσθεν αὐτῶν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 31· σ. τὰ χέδροπα εἰς τὰς νέας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7. 6) σ. συμβόλαιά τινι ἢ πρός τινα, κάμνω συμβόλαιον μετά τινος, μάλιστα δὲ δανείζω χρήματα διὰ συμβολαίου ἢ ὁμολόγου μετὰ ἐνεχύρου, Δημ. 907. 5, Πλάτ. Πολ. 425C, πρβλ. Θουκ. 5. 77· συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, δάνειον γενόμενον ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν δούλων, Δημ. 822. 4, πρβλ. 8· ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 402D, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 125D· προτείνω, παρέχω, δανείζω, πέρα μεδίμνου κριθῶν Ἰσαῖ. 80. 30· ἐπί τισι, ἐπὶ ὅροις, Διον. Ἁλ. 6. 29· σ. δανεισμῷ Πλάτ. Νόμ. 921C· ὁ συμβαλών, ὁ δανειστής, Δημ. 1283. 15, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 63 (ἀλλά, οἱ συμβαλ., οἱ δανειζόμενοι, οἱ ὀφειλέται, ὁ αὐτ. 4. 9). ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., προσφέρωπροστίθημι ἐπὶ πλέον, πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι, πρὸς δὲ εἶπεν ὅτι εἰς τὰ δῶρα θὰ προσθέσῃ καὶ ὁλκάδα, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. Λυσί. 908. 1, Ξεν. Ἀγησ. 2, 27· συνεισφέρω, σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 1, 9· τριήρεις εἰς κίνδυνον Ἰσοκρ. 61Α. 7) καθόλου, συνεισφέρω, δανείζω, ἱμάτια, χρυσία, κτλ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 446, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., συντελῶ, συμβάλλεταί τις... μερὶς Ἄλεξις ἐν «Μιλησίοις» 1. 4· ― ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ’ ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι, «καὶ τὸ σὸν δὲ τέμενος, ὦ Πρωτεσίλαε, τὸ ἐν Φυλάκῃ, συγκαταριθμοῦμαι ταῖς τοῦ Ἡροδότου νίκαις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 1. 84· ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Θουκ. 3. 45, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὸ μὴ ἀγανακτεῖν… ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καί..., πολλαὶ περιστάσεις συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ ἀγανακτῶ, καὶ μάλιστα..., Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· συνεισφέρω, σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 836Β· σ. τιμήν τινι Ἰσοκρ. 425D· οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται Ξεν. Οἰκ. 7, 13· συχν. μετὰ τῆς αἰτ.: μέρος, ὡς ἀντικειμ., σ. μέρος ἔργων Ἀνδοκ. 18. 38· μέρος σ. πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 836D, πρβλ. Πολ. 331Β, Δημ. 1031. 14· οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρός τι Ἰσοκρ. 156Β· μεγίστην μοῖραν εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 47C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28· ― οὕτω καὶ ἀπολ., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται, συντελεῖ εἰς τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 50· συμβάλλεσθαι πρός τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21, Ἰσοκρ. 143Ε· ― πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Ἀντιφῶν 138. 38, ἔνθα σχεδὸν σημαίνει βοηθῶ, ὠφελῶ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 905Β, Δημ. 558. 13· μετὰ μετοχ., ξ. φθείρουσα, συντελεῖ εἰς τὴν καταστροφήν, Αἰσχύλ. Χο. 1012· σπανίως μετὰ γεν. διαιρετ., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος, πολλὰ συντελοῦσιν ὥστε νὰ προκύψῃ οὗτοςφόβος, Εὐρ. Μήδ. 284, ἔνθα ἴδε σημ. Paley. 8) συμβάλλεσθαι γνώμας, προστιθέναι γν., Ἡρόδ. 8. 61· περί τινος Πλάτ. Πολιτ. 298C· συμβαλοῦ γνώμην, δὸς τὴν γνώμην σου, Σοφ. Ο. Κ. 1151· σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς εἰς τὸν δῆμον, διακοινῶ, κοινολογῶ, λέγω, Συλλ. Ἐπιγρ. 85b. 12 (προσθῆκαι), πρβλ. 108. 25., 2270. 26. 9) συμβάλλειν λόγους, διαλέγεσθαι, συνομιλεῖν, καὶ ἁπλῶς, συμβάλλειν, ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. conferre ἀντὶ conferre sermonem, σ. τινὶ ἢ πρός τινα Πλούτ. 2. 222C, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 15· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμβάλλεσθαι λόγους περί τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· ἀλλά, λόγον σ. περὶ βίου, δίδω λόγον περὶ τῆς ζωῆς μου, Πλάτ. Νόμ. 905C· ― ὡσαύτως, συμβάλλεσθαί τι, ἔχειν τι εἰπεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 532C, 533Α· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 185C, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14. ΙΙ. ὡς τὸ συνίημι, ἄγω εἰς σύγκρουσιν, ὡς τοὺς ἀμφοτέρους μάκαρες θεοὶ ὀτρύνοντες σύμβαλον Ἰλ. Υ. 55· ἐμέ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι Γ. 70· σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός, βάλλω τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, βάλλω νὰ πολεμήσωσιν, Ἡρόδ. 3. 32· ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. ὁ αὐτ. 5. 1· σ. τινὰς εἰς ἔριν περί τινος Ξεν. Λακ. 4, 2· σ. ἀλεκτρυόνας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 9· ἄνδρας φίλους ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 32· εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 111b· ― μεταφορ., ἀναισχυντίᾳ ξυμβάλλω τινὰ καὶ προσγυμνάζειν κτλ., κάμνω τινὰ νὰ ἀγωνισθῇ κατὰ τῆς..., Πλάτ. Νόμ. 647C. β) μέσ., ἑνοῦμαι εἰς μάχην μετά τινος, σύν δ’ ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Ἰλ. Μ. 377. γ) ἀμεταβ., συνέρχομαι, σύμβαλον μάχεσθαι Π. 565· ὡσαύτως καὶ μόνον συμβ., ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι, συχν. παρ’ Ἡροδ., εἴτε ἀπολ. ἢ μετὰ δοτ. προσ., οἷον Α. 77, 80, 82, 103· Ἄρης Ἄρει ξυμβαλεῖ δίκα δίκᾳ Αἰσχύλ. Χο. 461· Ἕλληνες Μήδοις σ. Σιμωνίδ. 138· ὡσαύτως, σ. πρός τινα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 20, Ἰσοκρ. 54D· εἰς μονομαχίαν πρός τινα Στράβ. 676· ξυμβάλλων, συγκρουόμενος, Πλάτ. Πολιτ. 273Α. 2) ἐν ἀμφ. τινὶ χωρίῳ ἐν Ἰλ. Μ. 181, ἔχομεν σὺν δ’ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηιοτῆτα, ἦλθον εἰς πόλεμον· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., σ. μάχην τινί, Λατ. committere pugnam, Εὐρ. Βάκχ. 837· ἔχθραν, ἔριν σ. τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 44, 521· ― οὕτω, μεταφορ., ἐγὼ γὰρ ἀνδρὶ συγγνώμην ἔχω κλύοντι φλαῦρα συμβαλεῖν ἔπη κακά, ἐγὼ παρέχω συγγνώμην εἰς ἄνδρα ὅστις ὑβριζόμενος ἀντικρούει διὰ κακῶν λόγων, Σοφ. Αἴ. 1323· αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους Εὐρ. Ι. Α. 830. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναντῶ τινα, ἀπαντῶ κατὰ τύχην, μετὰ δοτικ. συχν. παρ’ Ὁμήρ., ὅστις ἔχει τὸν Ἐπικ. ἀόρ. ξύμβλητο καὶ τὸν μέλλ. συμβλήσομαι, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Ἰλ. Ξ. 27, πρβλ. 39· εἰ δ’ ἄρα τις... ξύμβληται ὁδίτης Ὀδ. Η. 204· ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης Λ. 127· ὅτε κεν συμβλήσεται αὐτῷ Ἰλ. Υ. 335· ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Ὀδ. Φ. 15, πρβλ. Ἰλ. Φ. 578. 4) οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., συμβαλών, συναντήσας, Αἰσχύλ. Χο. 677· οἱ συμβάλλοντες, οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, Πλουτ. Μάρκελλ. 20· ἡμᾶς οἱ ἡγεμόνες... πρὸς ἐμὲ πάντας συμβάλλετε Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φόνου δὲ κηκὶς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται, συνᾴδει, συμφωνεῖ, Αἰσχύλ. Χο. 1012. 2) παραβάλλω, σμικρὰ μεγάλοισι Ἡρόδ. 2. 10· ἑωυτόν τινι ὁ αὐτ. 3. 160· ἓν πρὸς ἓν ὁ αὐτ. 4. 50· τι πρός τι Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. § 68· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Θεαίτ. 186Β· οὐδὲν ἦν τούτων... πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν τῶν βρωμάτων Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. 5· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., Ἡρόδ. 2. 10., 3. 125· τὸ Βαβυλώνιον τάλαντον συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, παραβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοϊκόν, ἐν συγκρίσει πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 3. 95· ― ὅθεν, β) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω ὁμοῦ, ὑπολογίζω, λογαριάζω, ὁ αὐτ. 6, 63. 65, πρβλ. 2. 31., 4. 15· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι ὁ αὐτ. 4. 10.· ἴδε ἐν λ. δάκτυλος Ι. 1. γ) παραβάλλω τὴν ἰδίαν μου γνώμην πρὸς τὰ γεγονότα, ὅθεν, συμπεραίνω, εἰκάζω, ἑρμηνεύω, συμβαλεῖν τι εἶναι Πινδ. Ν. 11. 43, σ. ὅτι... Πλάτ. Κρατ. 412C· ξ. τοῦτο Σοφ. Ο. Κ. 1474· τοῦτο σ., ὅτι...· Ἀριστοφ. Σφ. 50· τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωτα σ. Εὐρ. Ὀρ. 1394. εὖ ξυνέβαλεν αὐτὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 427· ἣν [νόσον] οὐδ’ ἂν εἷς γνοίη ποτ’ οὐδ’ ἂν ξυμβάλοι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 72· σ. ἔπη Εὐριπ. Μήδ. 675· τοὖναρ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 55· τὴν μαντείαν Πλάτ. Κρατ. 384Α· τὸν χρησμὸν Ἀριστοφάν. Ἀποσπάσ. 489, πρβλ. 66· σήματα σ., εἰ... ἢ Ἄρατ. 1146· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀπολ., συχνάκ. παρ’ Ἡροδ., οἷον 4. 15, 45, 87· μετ’ αἰτ., εὑρίσκω, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, τὸ πρῆγμα 4. 111· σ. τι ἔκ τινος 6. 107· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., 1. 68., 2. 33, 112, κ. ἀλλ.· συμβάλλεσθαι ὅτι..., 3. 68. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμφωνῶ, ὁρίζω, προσδιορίζω ἀπὸ κοινοῦ, λόφον εἰς ὅν... ἁλίζεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.

French (Bailly abrégé)

f. συμβαλῶ, ao.2 συνέβαλον, pf. συμβέβληκα;
Pass. ao. συνεβλήθην, pf. συμβέβλημαι;
A. tr. I. jeter ensemble, d’où
1 apporter en masse : κριθὰς ἵπποις XÉN de l’orge en quantité pour les chevaux;
2 réunir, rapprocher : ὕδωρ IL, ῥοάς IL réunir les eaux, leur courant en parl. de deux fleuves ; ὄμμα ESCHL fermer l’œil en parl. d’un mourant ; ttef. ποῖον ὄμμα συμβαλῶ ; EUR de quel œil l’aborderai-je ? ; σ. δεξιὰς ἀλλήλοις EUR se donner la main mutuellement ; avec un rég. de pers. faire se réunir à d’autres, fournir un contingent de, acc.;
3 échanger : λόγους τινί EUR, συμβάλλειν τινί échanger des paroles avec qqn, s’entretenir avec qqn ; particul. avancer un prêt contre le reçu d’une obligation ; avancer, prêter (de l’argent) : τινι à qqn ; en mauv. part σ. πόλεμον IL échanger des hostilités, en venir à un combat ; ἔπη κακά SOPH répondre par de mauvaises paroles à de mauvaises paroles ; ἔχθραν τινί EUR lutter contre la haine de qqn;
II. jeter l’un contre l’autre, mettre aux prises : ἄνδρας φίλους XÉN des amis ; τινά τινι HDT un animal contre un autre ; τινα καί τινα μάχεσθαι IL une personne avec une autre pour un combat;
III. comparer, rapprocher ; τινά τινι comparer une personne à une autre ; τί τινι, τι πρός τι une ch. avec une autre ; ἓν πρὸς ἓν συμβάλλειν HDT si l’on compare chaque fleuve à l’autre isolément;
IV. conjecturer, d’où
1 interpréter, expliquer, acc.;
2 supputer, évaluer : ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι HDT j’évalue la route à 200 stades environ;
B. intr. se rencontrer avec : τινι, πρός τινα avec qqn ; se réunir avec qqn : οἱ συμβάλλοντες les gens qui se mettent en relation avec qqn ; avec un suj. de ch. : ἔνθα συμβάλλουσι ὁδοί SOPH où se rencontrent les routes ; avec idée d’hostilité συμβάλλειν μάχεσθαι IL, συμβάλλειν εἰς χεῖρας, ou simpl. συμβάλλειν en venir aux mains, à une lutte avec qqn;
Moy. συμβάλλομαι;
A. tr. I. mettre en commun, d’où
1 mêler : ὕδωρ HDT ses eaux (à celles d’un autre fleuve);
2 mettre à la masse, cotiser : χρήματα εἴς τι XÉN de l’argent pour qch ; contribuer : μέγα συμβάλλεται εἰς τοῦτο ὅτι XÉN une raison qui contribue grandement à cela, c’est que ; abs. être utile, profitable à, τινι;
3 communiquer, prêter : τί τινι HDT qch à qqn;
4 échanger : λόγους περί τινος XÉN des paroles sur un sujet ; ξενίαν XÉN des rapports d’hospitalité ; abs. ξυμβαλέσθαι πρός τινα THC conclure un traité avec qqn;
5 convenir de : λόφον XÉN d’occuper une colline;
II. rapprocher par la pensée :
1 condenser, ramasser : γνώμην SOPH appliquer sa pensée (à qch) ; supputer, évaluer : ἐπὶ δακτύλῳ τοὺς μῆνας HDT compter les mois sur ses doigts;
2 expliquer : γνώμην HDT son avis ; abs. s’expliquer : περί τινος sur qch;
3 conjecturer, interpréter, s’expliquer : πρῆγμα HDT une affaire ; συμβαλέσθαι ἐπ’ ὅτευ HDT (je ne puis) comprendre pour quel motif ; abs. ὡς ἐγὼ συμβαλλόμενος HDT comme je me l’explique ; ὡς ἐγὼ συμβαλλόμενος εὑρίσκω HDT, ou à l’inf. abs. ὡς μὲ συμβαλλόμενον εὑρίσκειν HDT comme je trouve, tout considéré ; τῇδε συμβαλλόμενος HDT remarquant par suite de cela ; avec une prop. inf. ou avec ὅτι : conjecturer, s’expliquer que;
B. intr. se rencontrer avec, avoir une entrevue avec, τινι.
Étymologie: σύν, βάλλω.

English (Autenrieth)

συμβάλλετον, aor. 2 σύμβαλον, du. ξυμβλήτην, inf. -ήμεναι, mid. aor. 2 ξύμβλητο, -ηντο, subj. ξυμβλῆται, part. -ήμενος, fut. συμβλή(ς)εαι: I. act., throw, bring, or put together; of bringing men to gether in battle, Il. 3.70; rivers uniting their waters, Il. 5.774; also intrans., like mid., Il. 16.565, Il. 21.578, Od. 21.15.—II. mid., intrans., meet, encounter, abs. and with dat., aor. 2 very freq., Il. 14.39,, 231, ζ, Od. 10.105.

English (Slater)

συμβάλλω
   a gather, recognize συμβᾰλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.33)
   b med., include Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι (I. 1.59)

English (Strong)

from σύν and βάλλω; to combine, i.e. (in speaking) to converse, consult, dispute, (mentally) to consider, (by implication) to aid, (personally) to join, attack: confer, encounter, help, make, meet with, ponder.

English (Thayer)

(συνβάλλω WH (so Tdf. except Σιν, II. at the end); imperfect συνέβαλλον; 2nd aorist συνέβαλον; 2nd aorist middle συνεβαλομην; from Homer down; to throw together, to bring together;
a. λόγους (Latin sermones conferre), to converse, Euripides, Iphig. Aul. 830; with λόγους omitted (cf. English confer), Plutarch, mor., p. 222e. (Winer's Grammar, 593 (552); (Buttmann, 145 (127))): τίνι, to dispute with one, A. V. encountered (cf.
c. below)); πρός ἀλλήλους, to confer with one another, deliberate among themselves, to bring together in one's mind, confer with oneself (cf. σύν, II:4), to consider, ponder: ἐν τῇ καρδία, to revolve in the mind, συμβαλων τῷ λογισμῷ τό ὄναρ, Josephus, Antiquities 2,5, 3).
c. intransitive (Winer's Grammar, § 38,1; (Buttmann, § 130,4)), to come together, meet: τίνι, to meet one (on a journey), Homer, Odyssey 21,15; Josephus, Antiquities 2,7, 5); "to encounter in a hostile sense: τίνι, to fight with one (Polybius 1,9, 7; 3,111, 1, and often), with εἰς πόλεμον added, εἰς μάχην, Polybius 3,56, 6; Josephus, Antiquities 12,8, 4; πρός μάχην, Polybius 10,37, 4). Middle, to bring together of one's property, to contribute, aid, help: πολύ τίνι, one, Polybius; cf. Schweighäuser, Lex. Polybius, p. 576; Passow, under the word, 1b. ἆ.; (Liddell and Scott, under the word I:2); Grimm, Exeget. Hdbch. on Wisdom of Solomon 5:8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ βάλλω
1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα νεύρα του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)
νεοελλ.
1. συντελώ, συντείνω σε κάτι («η συμμετοχή του συνέβαλε στην επιτυχία έργου»)
2. μέσ. συμβάλλομαι
υπογράφω συμφωνία ή συμβόλαιο με κάποιον άλλο («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην ίδρυση της εταιρείας»)
3. (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) οι συμβαλλόμενοι
τα μέρη που έχουν συνάψει σύμβαση, συμβόλαιο ή συνθήκη
4. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)
οι συμβεβλημένοι
οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό ταμείο ή υπηρεσία υγείας
αρχ.
1. (για μάχη) συγκρούω, χτυπώ κάτι με κάτι άλλο («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦν το», Ξεν.)
2. συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῖν φασι», Ξεν.)
3. είμαι κατάλληλος για κάτι, ταιριάζω σε κάτι («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς νέας», Θεόφρ.)
4. είμαι επωφελής, συμφέρω («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ είναι», Φιλόδ.)
5. ενώνομαι σε κάποιο σημείοἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», Σοφ.)
6. συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς», θεόφρ.)
7. (γεωμ.) συναντιέμαι («τὸ σημεῖον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)
8. συνάπτω, ενώνω («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», Αριστοφ.)
9. παρέχω, δανείζωπέρα μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)
10. οδηγώ σε σύγκρουση, προκαλώ συμπλοκή («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
11. έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», Σιμων.)
12. παραβάλλω, συγκρίνω («ὥς γε εἶναι σμικρὰ ταῦτα μεγάλοισι συμβαλεῖν», Ηρόδ.)
13. συμπεραίνω, εικάζω, υποθέτω («πῶς οἶσθα; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, πάτερ;», Σοφ.)
14. συμφωνώ, προσδιορίζω από κοινού («καθάπερ ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», επιγρ.)
15. (το μέσ.) συμβάλλομαι
α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ συμβάλλεται», Αρρ.)
β) συνεισφέρωὥστε καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», Ξεν.)
γ) συντείνω, συντελώ («ἡ τύχη οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», Θουκ.)
δ) προσθέτω, δίνω κι εγώ («συμβαλοῦ γνώμην», Σοφ.)
ε) συνεργάζομαι, συμπράττω («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)
στ) συναντώ τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», Ομ. Ιλ.)
ζ) υπολογίζω, λογαριάζω («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», Ηρόδ.)
η) καταλαβαίνω, κατανοώ («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα», Ηρόδ.)
16. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ συμβάλλοντα
οι συμβολές, τα σημεία ένωσης
17. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ξυμβάλλων
αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται
18. (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)
ὁ συμβολών
α) ο δανειστής
β) αυτός που συνάντησε κάποιον
19. φρ. α) «συμβάλλω βλέφαρα» — κλείνω τα μάτια μου για να κοιμηθώ (Αισχύλ.)
β) «συμβάλλω ὄμμα» — κλείνω τα μάτια του πεθαμένου (Αισχύλ.)
γ) «δεξιὰς συμβάλλω τινί» — δίνω το χέρι μου σε κάποιον, ανταλλάσσω χειραψία (Ευρ.)
δ) «συμβάλλω λόγους» — συνομιλώ (Πλούτ.)
ε) «συμβάλλω ἔπη κακά» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω βαριά λόγια (Σοφ.).

Greek Monotonic

συμβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ -έβᾰλον, παρακ. -βᾰλεῖν, παρακ. -βέβληκα — Παθ. αόρ. αʹ -εβλήθην· ο Όμηρος παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ συμβλήτην, -βλήμεναι — Μέσ., σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -βλήμενος, με μέλ. συμβλήσομαι, βʹ ενικ. συμβλήσεαι·
I. 1. ρίχνω από κοινού, εξακοντίζω μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· συνενώνω τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
2. βάζω μαζί, συγκλείω, συλλέγω, συγκεντρώνω, σε Ξεν.
4. κλείνω τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· αλλά, ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το βλέμμα μου το βλέμμα της; σε Ευρ.
5. γενικά, συνδέω, ενώνω, συμβάλλω σχοινία, συστρέφω τα σχοινιά, σε Αριστοφ.· ξυμβάλλω τὰς δεξιάς, δίνω τα χέρια, πραγματοποιώ χειραψία, σε Ευρ.· συμβάλλω λόγους, στον ίδ. — Παθ., κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας, κριθάρι που έχει ριχτεί σε σωρούς μπροστά στα άλογα, σε Ξεν.
6. συμβάλλω συμβόλαιά τινι ή πρός τινα, συνάπτω συμβόλαιο με κάποιον, του δανείζω χρήματα με ενέχυρο, σε Δημ.· συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, δανεισμός χρημάτων με ενεχυριασμό των δούλων ως εξασφάλιση, στον ίδ.· απόλ., με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.
7. συνεισφέρω, δανείζω, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην αισθάνομαι αγανάκτηση, σε Πλάτ.· συμβάλλεσθαι εἰς ή πρός τι, συνεισφέρω, συντελώ, χρησιμεύω σε κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος, πολλά πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.
8. συμβάλλεσθαι γνώμας, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.
9. συμβάλλειν λόγους, συζητώ, συνδιαλέγομαι· και συμβάλλειν, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, συμβάλλω πρός τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., συμβάλλεσθαι λόγους, σε Ξεν.· συμβάλλεσθαί τι, έχω κάτι να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. φέρνω τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική σημασία, στρέφω τον έναν εναντίον του άλλου, τους βάζω να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη μάχη με κάποιον.
2. αμτβ., έρχομαι μαζί, πιάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· έρχομαι στα χέρια, σε ρήξη, συγκρούομαι, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
3. συμβάλλω μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν συμβάλλω τινί, στον ίδ.· μεταφ., συμβαλεῖν ἔπη κακά, αντικρούω τις ύβρεις με άσχημα λόγια, σε Σοφ.
4. Μέσ., έρχομαι σε επαφή με κάποιον, τον συναντώ κατά τύχη, με δοτ., σε Όμηρ., ο οποίος χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ ξύμβλητο και μέλ. συμβλήσομαι, αποκλειστικά με τη σημασία αυτή.
III. 1. βάζω μαζί, δίπλα, ενώνω, συνάπτω, συνάγω, και στην Παθ., αντιστοιχώ, αναλογώ, συνάδω, ταιριάζω, σε Αισχύλ.
2. συγκρίνω, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι πρός τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον τάλαντον συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό τάλαντο (νόμισμα) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.
3. στη Μέσ., βάζω δίπλα, λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, στον ίδ.
4. συγκρίνω την προσωπική μου γνώμη με τα γεγονότα, και ως εκ τούτου συμπεραίνω, τεκμαίρομαι, εικάζω, ερμηνεύω, εξηγώ, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., βρίσκω, καταλαβαίνω, εννοώ, σε Ηρόδ.
IV.στη Μέσ., συμφωνώ, προσδιορίζω από κοινού, καθορίζω μαζί με κάποιον, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βάλλω, Att. en soms ep. ξυμβάλλω, stamaor. dual. ξυμβλήτην, inf. ξυμβλήμεναι, med. ind. 3 sing. ξύμβλητο en 3 plur. ξύμβληντο, conj. 2 sing. συμβλήσεαι, 3 sing. ξύμβληται, ptc. ξυμβλήμενος; ook in tmes. act. van zaken bij elkaar voegen, bij elkaar gooien, met acc., m. n. van rivieren en hun water:; ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος waar de Simoïs en de Skamander hun stromen samen laten stromen Il. 5.774; abs. samenkomen:; ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί waar twee wegen samenkomen Soph. OC 901; overdr..; διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν dingen die verschillen op één hoop gooien Plat. Plt. 285a; met acc. en dat..; δάκρυα δάκρυσι σ. tranen op tranen storten Eur. Or. 336; tegen elkaar stoten:; ῥινούς hun schilden Il.; samenvoegen, verbinden:; δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι met elkaar de rechterhanden verbinden, d.w.z. elkaar de rechterhand geven Eur. IA 58; van touw vlechten:; σχοινία kabels Aristoph. Pax 37; van oogleden sluiten; Aeschl. Ag. 15; uitbr. van ogen. Aeschl. Ag. 1294. van personen en dieren bij elkaar zetten (om te laten vechten): met acc..; ἔμ ’ ἐν μέσσῳ καὶ ἀρηΐφιλον Μενέλαον συμβάλετε … μάχεσθαι zet mij en Menelaus in het midden bij elkaar om te vechten Il. 3.70; ook met acc. en dat. iem. tegenover iem.:; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ συνέβαλον καὶ κύνα κυνί ze zetten man tegenover man en paard tegenover paard en hond tegenover hond Hdt. 5.1.2; alleen met dat. tegenkomen, ontmoeten:; τὼ δ ’ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν zij beiden ontmoetten elkaar in Messene Od. 21.15; met πρός + acc..; πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε kom allemaal naar me toe Xen. Cyr. 6.2.41; in vijandige zin, met inf..; σ. μάχεσθαι een gevecht aangaan Il. 16.565; ook zonder inf. slaags raken, een gevecht aangaan; met dat., met πρός + acc. met iem.;; σ. εἰς πόλεμον met dat. met iem. oorlog voeren NT Luc. 14.31; ook met acc. v. h. inw. obj. en dat..; συμβαλὼν βάκχαις μάχην als je met de bacchanten een gevecht aangaat Eur. Ba. 837; van woorden (uit)wisselen, met acc. v. h. inw. obj. en dat. of πρός + acc. met iem.:; γυναιξὶ σ. λόγους woorden wisselen met vrouwen Eur. IA 830; ook abs..; συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους ze overlegden met elkaar NT Act. Ap. 4.15; van contracten of zaken overeenkomen:; σ. συμβόλαια πρὸς ἀλλήλους contracten met elkaar sluiten Plat. Resp. 425c; ook abs..; σ. πρὸς ἀλλήλους zaken doen met elkaar Plat. Alc.1 125d; (uit)lenen:. ὁπόσα δανεισμῷ συμβάλλει τις alwat iemand (aan geld) tegen rente uitzet Plat. Lg. 921d; πρὸς ἀλλήλας aan elkaar Aristoph. Eccl. 446. van mentale processen vergelijken (met), met acc. en dat. of πρός + acc.:; σμικρὰ μεγάλοισι kleine dingen met grote dingen Hdt. 2.10.1; σ. πρὸς ἄλληλα met elkaar vergelijken Plat. Tht. 186b; (door vergelijking) concluderen, vermoeden, raden, afleiden:; τῷ … τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις; waaruit heb je dit opgemaakt? Soph. OC 1474; met ὅτι -zin; begrijpen, interpreteren:. τοὖναρ de droom Eur. IT 55; ἔπη de woorden Eur. Med. 675; τὴν μαντείαν het orakel Plat. Crat. 384a. med. bijdragen, als bijdrage verschaffen of leveren: met acc. en dat..; ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι hem als bijdrage een vrachtschip te zullen leveren Hdt. 3.135.2; ἡμῖν... βοήθειαν συμβάλλονται zij verlenen ons hulp Plat. Lg. 836b; μέρος σ. een deel bijdragen = μοῖραν σ. Plat. Tim. 47c; met εἰς of πρός + acc. aan iets:; χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν leverden hem een financiële bijdrage aan het onderhoud van de soldaten Xen. An. 1.1.9; ook abs..; ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται draagt bij aan zijn volume Hdt. 4.50.1; in een gesprek of discussie. ἀδυνατῶ … καὶ ὁτιοῦν συμβαλέσθαι λόγου ἀξίον ik ben niet in staat om ook maar iets waardevols bij te dragen Plat. Ion 532c; σ. γνώμην zijn mening geven = σ. λόγον Plat. Lg. 905c; σ. λόγους debatteren, discussiëren Xen. Cyr. 2.2.1; ἀλλὰ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι maar wat heb ik bij te dragen over diefstal? Xen. An. 4.6.14. tegenkomen, ontmoeten; met dat. iem.:; Νέστορι … ξύμβληντο ze kwamen Nestor tegen Il. 14.27; in vijandige zin, met inf.. σ. μάχεσθαι ἐναντίον een frontaal gevecht aangaan Il. 12.377. overeenkomen, afspreken: met acc..; λόφον een heuvel (om op te verzamelen) Xen. An. 6.3.3; ξενίαν ξ. vriendschap sluiten Xen. An. 6.6.35; met πρός + acc. een overeenkomst sluiten met. Thuc. 5.77.1. van mentale processen concluderen, vermoeden, raden, afleiden;; τῇδε συμβαλλόμενος, ὅτι wat hij hieruit afleidde, dat Hdt. 3.68.2; met inf..; συνεβάλετο … ἐκ τοῦ ὀνείρου … τελευτήσειν hij maakte uit de droom op dat hij zou sterven Hdt. 6.107.2; met AcI.; met indir. vraagzin; οὐδ ’ ἔχω σ. ἐπ ’ ὅτευ ik kan niet raden op grond waarvan Hdt. 4.45.2; begrijpen, interpreteren:; τὸ πρῆγμα de zaak Hdt. 4.111.1; berekenen, uitrekenen; pass.. ἡ … ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι de afstand van een dag reizen heb ik berekend op tweehonderd stadiën Hdt. 4.101.3.

Russian (Dvoretsky)

συμβάλλω: (fut. συμβαλῶ, aor. συνέβαλεν, pf. συμβέβληκα; pass.: aor. συνεβλήθην, pf. συμβέβλημαι) тж. med.
1) накоплять, собирать, насыпать: κριθαὶ ἵπποις συμβεβλημέναι πολλαί Xen. большие запасы ячменя для лошадей; ξ. τι εἰς ταὐτόν Plat. сводить к одному; συμβάλλεσθαι χρήματα Xen. собирать между собой деньги;
2) присоединять, добавлять: δάκρυα δάκρυσι σ. Eur. непрерывно лить слезы; μέρος συμβάλλεσθαι πρός и εἴς τι Plat. или τινος Dem. присоединять свою долю к чему-л., перен. содействовать чему-л.; ξυμβάλλεσθαι γνώμην περί τινος Plat. высказывать мнение о чем-л.;
3) подавать, оказывать (βοήθειάν τινι Plat.);
4) med. содействовать, способствовать (εἴς τι Xen., Plat.);
5) med. договариваться, уславливаться, приходить к соглашению: ξυμβαλέσθαι ποττὼς (= πρὸς τοὺς) Ἀργείως Thuc. заключить соглашение с аргивянами; συνεβάλοντο λόφον, εἰς ὃν δέοι πάντας ἁλίζεσθαι Xen. договорились о холме, на котором все должны были собраться;
6) соединять (ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος Hom.): βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ Aesch. смежить вежды во сне; συμβαλεῖν τὸ ὄμμα Aesch. закрыть глаза (ср. 17); δεξιὰς συμβαλεῖν ἀλλήλοισι Eur. обменяться рукопожатием;
7) обменивать(ся): σ. πρὸς ἀλλήλους ἱμάτια Arph. обмениваться одеждами; σ. λόγους τινί Eur. беседовать с кем-л.; τὰ ἀγοραῖα ξυμβολαίων πρὸς ἀλλήλους σ. Plat. находиться в торговых взаимоотношениях; σ. ἔπη κακά Soph. отвечать бранью на брань; σ. ἔχθραν τινί Eur. быть во вражде с кем-л.; συμβαλέσθαι λόγους περί τινος Xen. побеседовать о чем-л.; ξενίαν ξυμβαλέσθαι Xen. быть связанным между собою узами гостеприимства;
8) переговариваться, разговаривать, беседовать (τινί Plut., NT);
9) (о военных действиях) начинать, завязывать (πολεμον καὶ δηϊοτῆτα Hom.; ξυμβαλὼν μάχην τινί Eur.);
10) одалживать, ссужать Isocr.: δανεισμῷ σ. Plat. ссужать под проценты; συμβόλαιον εἴς τι συμβεβλημένον Dem. ссуда, данная под залог чего-л.; ὁ συμβαλών Dem. заимодавец;
11) сталкивать, ударять друг о друга (ἀσπίδας Eur., Arph.);
12) ссорить (ἄνδρας φίλους Xen.): συμβαλεῖν Ἀλέξανδρον ἐν μέσσῳ καὶ Μενέλαον Hom. вывести на единоборство Александра и Менелая; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός Her. натравливать львенка на щенка; τοὺς ἀλεκτρυόνας σ. Xen. стравливать петухов;
13) сопоставлять, сравнивать (τινα и τί τινι Her. или τι πρός τι Her., Plat.);
14) предполагать, заключать, догадываться: οὐκ εὔγνωστα συμβαλὼν ἔχω Eur. я не в состоянии предположить ничего достоверного; τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις; Soph. из чего ты делаешь это заключение?; οὐδ᾽ ἔχω συμβαλέσθαι Her. не могу догадаться; τῇδε συμβαλλόμενος Her. придя к следующему заключению;
15) прикидывать, определять, оценивать (ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Her.): ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαί τι Her. считать что-л. по пальцам;
16) истолковывать, объяснять (τὴν μαντείαν Plut.): συμβάλλεσθαι περί τινος Xen. etc. высказываться о чем-л.; οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα Her. они не могли объяснить себе происшедшего; τὰ λεγόμενα συμβάλλεσθαι Her. обдумывать сказанное;
17) встречаться, сходиться (τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν Hom.): πολεμίοισι συμβαλεῖν Eur. встретиться с врагами; ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. здесь встречаются оба пути; ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; Eur. какими глазами я взгляну (на нее)? (ср. 6); οὕτω ἐχρῆτο τοῖς συμβάλλουσι Plut. так он поступал с теми, с кем имел дело; συμβαλεῖν μάχεσθαι и εἰς μάχην Polyb., Hom.; сойтись для боя; ὁ δὲ ξύμβλητο Νέστωρ Hom. (им) повстречался Нестор; ὅτε κεν συμβλήσεαι αὐτῷ Hom. если ты когда-л. встретишься с ним;
18) сходиться для боя, схватываться, завязывать бой (τινί Her., Aesch., Polyb. и πρός τινα Xen.).

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ aor2 -έβᾰλον inf. -βᾰλεῖν fut. -βέβληκα Pass., aor1 -εβλήθην [συμβλήτην, -βλήμεναι, intr. in Hom.] aor2 συμβλήτην, -βλήμεναι, Mid. σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -βλήμενος with fut. συμβλήσομαι 2nd sg. συμβλήσεαι
I. to throw together, dash together, Il., Eur., etc.: to unite their streams, of rivers, Il.: —so in Mid., Hdt.
2. to throw together, collect, Xen.
3. intr. to come together, meet, Aesch., Soph., Xen.
4. to close the eyes, in sleep or death, Aesch.; but, ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? Eur.
5. generally, to join, unite, ς. σχοινία to twist ropes, Ar.; ξ. δεξιάς to join hands, Eur.; ς. λόγους Eur.:—Pass., κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας barley thrown in heaps before them, Xen.
6. ς. συμβόλαιά τινι or πρός τινα to make a contract with a person, to lend him money on bond, Dem.; συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, Dem.; absol., in same sense, Plat.
7. to contribute, lend, Xen.:—so in Mid., Hdt., etc.; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται many circumstances contribute to my feeling no vexation, Plat.; συμβάλλεσθαι εἰς or πρός τι to contribute towards, Hdt., attic; c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute their share of this fear, i. e. join in causing it, Eur.
8. συμβάλλεσθαι γνώμας to add one's opinion to that of others, Hdt.
9. συμβάλλειν λόγους to converse, and συμβάλλειν, absol., like Lat. conferre for conferre sermonem, ς. πρός τινα NTest.:—so in Mid., συμβάλλεσθαι λόγους Xen.; συμβάλλεσθαί τι to have something to say, Plat., etc.
II. to bring men together in hostile sense, to set them together, match them, Il., etc.:—Mid. to join in fight.
2. intr. to come together, engage, Il.: to come to blows, τινί with another, Hdt., Aesch.
3. ς. μάχην, Lat. committere pugnam, Eur.; ἔχθραν ς. τινί Eur.;— metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά to bandy reproaches, Soph.
4. Mid. to fall in with one, meet him by chance, c. dat., Hom., who uses epic aor2 ξύμβλητο and fut. συμβλήσομαι solely in this sense.
III. to put together, and in Pass. to correspond, tally, Aesch.
2. to compare, τί τινι Hdt.; ἓν πρὸς ἕν Hdt.; τι πρός τι Plat.:—Pass., τὸ Βαβυλώνιον τάλαντον συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, Hdt.
3. in Mid. to put together, reckon, compute, Hdt.
4. to compare one's own opinion with facts, and so to conclude, infer, conjecture, interpret, Pind., Soph., etc.:—so in Mid. to make out, understand, Hdt.
IV. in Mid. to agree upon, fix, settle, Xen.

Chinese

原文音譯:sumb£llw 沁-巴羅
詞類次數:動詞(6)
原文字根:共同-投 相當於: (גָּרָה‎)
字義溯源:聯結,商議,參照,相會,反覆思想,幫助,打(仗),爭論,談話,考慮;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。參讀 (ἀναλογίζομαι) (ἀντιλαμβάνω) (ἀποκρίνομαι)同義字
出現次數:總共(6);路(2);徒(4)
譯字彙編
1) 幫助(1) 徒18:27;
2) 他與⋯相會(1) 徒20:14;
3) 爭論(1) 徒17:18;
4) 商議(1) 徒4:15;
5) 打(1) 路14:31;
6) 反覆思想(1) 路2:19