εκφορά: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(11)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκφορά]])<br /><b>1.</b> [[μεταφορά]] [[προς]] τα έξω, [[απομάκρυνση]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[κηδεία]], [[ξόδι]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[τρόπος]] συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως<br />(μσν.αρχ.) η [[έξοδος]] του κύματος στην [[παραλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρέας]] τών θυσιών) [[αποκόμιση]], το να παίρνει [[ένας]] [[κρέας]] από θυσίες<br /><b>2.</b> [[διάδοση]], [[κοινολόγηση]] («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῡ», Διογ. Λ.)<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[φυγή]]<br /><b>4.</b> η [[προς]] τα έξω [[φορά]], [[εκπνοή]]<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] οικοδομήματος<br /><b>6.</b> (για ιδέες) [[διατύπωση]], [[έκφραση]]<br /><b>7.</b> [[παρέκβαση]], [[παρέκκλιση]] από το [[πρέπον]]<br /><b>8.</b> παράγωγη [[λέξη]].
|mltxt=η (AM [[ἐκφορά]])<br /><b>1.</b> [[μεταφορά]] [[προς]] τα έξω, [[απομάκρυνση]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[κηδεία]], [[ξόδι]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[τρόπος]] συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως<br />(μσν.αρχ.) η [[έξοδος]] του κύματος στην [[παραλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρέας]] τών θυσιών) [[αποκόμιση]], το να παίρνει [[ένας]] [[κρέας]] από θυσίες<br /><b>2.</b> [[διάδοση]], [[κοινολόγηση]] («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[φυγή]]<br /><b>4.</b> η [[προς]] τα έξω [[φορά]], [[εκπνοή]]<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] οικοδομήματος<br /><b>6.</b> (για ιδέες) [[διατύπωση]], [[έκφραση]]<br /><b>7.</b> [[παρέκβαση]], [[παρέκκλιση]] από το [[πρέπον]]<br /><b>8.</b> παράγωγη [[λέξη]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐκφορά)
1. μεταφορά προς τα έξω, απομάκρυνση
2. (για νεκρό) κηδεία, ξόδι
3. γραμμ. ο τρόπος συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως
(μσν.αρχ.) η έξοδος του κύματος στην παραλία
αρχ.
1. (για το κρέας τών θυσιών) αποκόμιση, το να παίρνει ένας κρέας από θυσίες
2. διάδοση, κοινολόγηση («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)
3. (για άλογο) φυγή
4. η προς τα έξω φορά, εκπνοή
5. προεξοχή οικοδομήματος
6. (για ιδέες) διατύπωση, έκφραση
7. παρέκβαση, παρέκκλιση από το πρέπον
8. παράγωγη λέξη.