ιδού: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῡ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῡ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, [[πρβλ]]. [[ἰδεῖν]], [[ἰδέα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>οῡ</i> <span style="color: red;"><</span> κατάλ. προστ. -<i>εσο</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- και [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>ε</i>- και -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>οῡ</i>-, <i>βαλ</i>-<i>οῡ</i>). Ως δεικτ. [[στοιχείο]] ο τ. μαρτυρείται με τη [[μορφή]] [[ἰδού]] (με [[οξεία]]) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. ([[πρβλ]]. [[ιδού]] εγώ</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδού]])<br />(ως δεικτ. [[μόριο]])<br /><b>1.</b> δες, να, κοίτα (α. «[[ἰδού]] ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «[[ἰδού]] ἐγώ»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ιδού]] η [[Ρόδος]], [[ιδού]] και το [[πήδημα]]» — δείξε μας εδώ [[τώρα]] ότι είσαι [[ικανός]] να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι<br /><b>αρχ.</b><br />(χλευαστικά) [[αλήθεια]] («[[ἰδού]] γε κλέπτειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]] που προέκυψε από τον τ. <i>ἰδοῦ</i>, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. <i>ὁρῶ</i>: <i>ἰδοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰδ</i>- του <i>ὁρῶ</i>, [[πρβλ]]. [[ἰδεῖν]], [[ἰδέα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦ</i> <span style="color: red;"><</span> κατάλ. προστ. -<i>εσο</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- και [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>ε</i>- και -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>γεν</i>-<i>οῦ</i>-, <i>βαλ</i>-<i>οῦ</i>). Ως δεικτ. [[στοιχείο]] ο τ. μαρτυρείται με τη [[μορφή]] [[ἰδού]] (με [[οξεία]]) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. ([[πρβλ]]. [[ιδού]] εγώ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδού)
(ως δεικτ. μόριο)
1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ»)
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι
αρχ.
(χλευαστικά) αλήθειαἰδού γε κλέπτειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο που προέκυψε από τον τ. ἰδοῦ, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. ὁρῶ: ἰδοῦ < θ. ἰδ- του ὁρῶ, πρβλ. ἰδεῖν, ἰδέα, + -οῦ < κατάλ. προστ. -εσο, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- και συναίρεση τών φωνηέντων -ε- και -ο- (πρβλ. γεν-οῦ-, βαλ-οῦ). Ως δεικτ. στοιχείο ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή ἰδού (με οξεία) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. (πρβλ. ιδού εγώ)].