κοινώ: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(21) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοινῶ, -όω (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό σε κάποιον [[κάτι]], [[κοινοποιώ]], [[μεταδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[γνωστοποιώ]], [[ανακοινώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «τούτῳ | |mltxt=κοινῶ, -όω (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό σε κάποιον [[κάτι]], [[κοινοποιώ]], [[μεταδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[γνωστοποιώ]], [[ανακοινώνω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «τούτῳ θεοῦ [[μάντευμα]] κοινῶσαι [[θέλω]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο ενός πράγματος<br /><b>3.</b> [[μιαίνω]], [[μολύνω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοινοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) (σχετικά με θεούς ή με [[μαντεία]]) συμβουλεύομαι<br />β) [[συμφωνώ]] με κάποιον<br />γ) [[βάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br />δ) [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]]<br />ε) [[ενεργώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br />στ) [[θεωρώ]] ως ακάθαρτο ή βέβηλο<br />ζ) <b>παθ.</b> <i>κοινοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συνουσιάζομαι<br />η) <b>φρ.</b> «κοινοῦμαι χρώματι» — χρωματίζομαι (<b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
κοινῶ, -όω (Α) κοινός
1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.)
β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.)
2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός πράγματος
3. μιαίνω, μολύνω
4. μέσ. κοινοῦμαι, -όομαι
α) (σχετικά με θεούς ή με μαντεία) συμβουλεύομαι
β) συμφωνώ με κάποιον
γ) βάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
δ) συμμετέχω σε κάτι
ε) ενεργώ από κοινού με κάποιον άλλο
στ) θεωρώ ως ακάθαρτο ή βέβηλο
ζ) παθ. κοινοῦμαι, -όομαι
συνουσιάζομαι
η) φρ. «κοινοῦμαι χρώματι» — χρωματίζομαι (Πλάτ.).