εξάντης: Difference between revisions
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάντης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από [[κάθε]] κύκλο, [[κυρίως]] έξω από [[κάθε]] [[ασθένεια]], ο [[υγιής]], ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[ακίνδυνος]], [[αβλαβής]] («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) απαλλαγμένος από [[κάτι]] («[[ἐξάντης]] γίνεται τοῦ | |mltxt=[[ἐξάντης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από [[κάθε]] κύκλο, [[κυρίως]] έξω από [[κάθε]] [[ασθένεια]], ο [[υγιής]], ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[ακίνδυνος]], [[αβλαβής]] («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (με γεν.) απαλλαγμένος από [[κάτι]] («[[ἐξάντης]] γίνεται τοῦ κακοῦ», Αιλ.)<br /><b>4.</b> [[μανιακός]], μαινόμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἐξάντες]]<br />[[εξεναντίας]] (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντα]] «[[απέναντι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:06, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἐξάντης, -ες (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω από κάθε ασθένεια, ο υγιής, ο αβλαβής
2. ακίνδυνος, αβλαβής («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)
3. (με γεν.) απαλλαγμένος από κάτι («ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ», Αιλ.)
4. μανιακός, μαινόμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐξάντες
εξεναντίας (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άντα «απέναντι»].