οβελίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίσκος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[οβελός]] («[[φέρε]] τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' [[ἀναπείρω]] τὰς κίχλας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το οξύ [[άκρο]] [[κάθε]] αντικειμένου που έχει [[σχήμα]] παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῦτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[κωνικός]] [[τετράεδρος]] [[μονολιθικός]] [[κίονας]] που καταλήγει σε πυραμοειδή [[αιχμή]] και ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό [[σύστημα]], [[συνήθως]] αυτόματης λειτουργίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο ή χάλκινο [[νόμισμα]] που κατέληγε σε οξύ [[άκρο]] ή εικόνιζε [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] θύρας, μεγάλο [[δοκάρι]] που έκλεινε την πόρτα<br /><b>4.</b> [[οχετός]] για [[αποχέτευση]] υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῖς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>].
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίσκος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[οβελός]] («[[φέρε]] τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' [[ἀναπείρω]] τὰς κίχλας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το οξύ [[άκρο]] [[κάθε]] αντικειμένου που έχει [[σχήμα]] παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῦτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῦς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[κωνικός]] [[τετράεδρος]] [[μονολιθικός]] [[κίονας]] που καταλήγει σε πυραμοειδή [[αιχμή]] και ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό [[σύστημα]], [[συνήθως]] αυτόματης λειτουργίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο ή χάλκινο [[νόμισμα]] που κατέληγε σε οξύ [[άκρο]] ή εικόνιζε [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] θύρας, μεγάλο [[δοκάρι]] που έκλεινε την πόρτα<br /><b>4.</b> [[οχετός]] για [[αποχέτευση]] υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῖς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίσκος)
1. μικρός οβελόςφέρε τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας», Αριστοφ.)
2. το οξύ άκρο κάθε αντικειμένου που έχει σχήμα παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῦτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῦς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)
3. κωνικός τετράεδρος μονολιθικός κίονας που καταλήγει σε πυραμοειδή αιχμή και ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους
νεοελλ.
τμήμα του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό σύστημα, συνήθως αυτόματης λειτουργίας
αρχ.
1. σιδερένιο ή χάλκινο νόμισμα που κατέληγε σε οξύ άκρο ή εικόνιζε λόγχη
2. καρφί
3. μοχλός θύρας, μεγάλο δοκάρι που έκλεινε την πόρτα
4. οχετός για αποχέτευση υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῖς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].