προσωποῦττα: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(συνηρ. τ. του <i>προσωπόεσσα</i>) [[αγγείο]] με [[πρόσωπο]] ( | |mltxt=ἡ, Α<br />(συνηρ. τ. του <i>προσωπόεσσα</i>) [[αγγείο]] με [[πρόσωπο]] («προσωποῦττα<br />Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦττα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μελιτ</i>-<i>οῦττα</i>), <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 13 June 2022
English (LSJ)
ἡ, contr. for προσωπόεσσα, A vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, statt προσωπόεσσα, ein Gefäß mit einem Gesichte, Poll. 2, 48.
Greek (Liddell-Scott)
προσωποῦττα: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, ἀγγεῖον μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποῦττα· Πολέμων (σ. 147) ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον».
Greek Monolingual
ἡ, Α
(συνηρ. τ. του προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῦττα
Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -οῦττα (πρβλ. μελιτ-οῦττα), βλ. λ. -όεις].