στηρίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, [[στερεώνω]], [[υποβαστάζω]] (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «[[Ζεὺς]] στήριξε κατὰ χθονός», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στηρίζομαι</i><br />α) [[ακουμπώ]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]], [[στέκομαι]] σε σταθερό [[υπόβαθρο]] (α. «στηριγμένο [[στέγαστρο]] στη γη με γερές κολόνες» β. «[[πόδα]] ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]] την [[ευστάθεια]] μου, [[ισορροπώ]] χρησιμοποιώντας [[κάτι]] ως [[έρεισμα]] (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «[[οὐδαμῇ]] ἐστήρικτο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[βασίζω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[θεμελιώνω]] (α. «η [[κατηγορία]] του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)<br />β) [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[συμπαράσταση]], [[βοηθώ]] κάποιον, [[υποστηρίζω]] («οι φίλοι του τον στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)<br />γ) έχω [[κάτι]] ως [[βάση]], εδράζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδυναμώνω]] κάποιον με την [[παροχή]] τροφής, τον [[στυλώνω]] (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔ<br />β. «[[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ [[ἄρτος]] καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[θεραπεύω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ενισχύω]] κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔ<br />β. «[[καίπερ]] εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ακουμπώ]] («[[οὐδέ]] πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — [[κύμα]] που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσους) [[καταλήγω]], εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα [[σημείο]] ή όργανο του σώματος (α. «[[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για πλανήτη) [[σταματώ]] να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς [[τοὔμπροσθεν]] αὐτῶν πορείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σταθεροποιώ]] («στηρίζειν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Αππ.</b>)<br />β) [[εμμένω]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]] («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br />β) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παρέρχομαι]] («[[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)<br />δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στηρ</i>-<i>ίζω</i> ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ster</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]]). Το ρ. [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. [[στῆρα]]<br /><i>τὰ λίθινα πρόθυρα</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. [[στῆριγξ]] υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[στηρίζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, [[στερεώνω]], [[υποβαστάζω]] (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «[[Ζεὺς]] στήριξε κατὰ χθονός», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στηρίζομαι</i><br />α) [[ακουμπώ]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]], [[στέκομαι]] σε σταθερό [[υπόβαθρο]] (α. «στηριγμένο [[στέγαστρο]] στη γη με γερές κολόνες» β. «[[πόδα]] ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]] την [[ευστάθεια]] μου, [[ισορροπώ]] χρησιμοποιώντας [[κάτι]] ως [[έρεισμα]] (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «[[οὐδαμῇ]] ἐστήρικτο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[βασίζω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[θεμελιώνω]] (α. «η [[κατηγορία]] του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)<br />β) [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[συμπαράσταση]], [[βοηθώ]] κάποιον, [[υποστηρίζω]] («οι φίλοι του τον στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)<br />γ) έχω [[κάτι]] ως [[βάση]], εδράζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδυναμώνω]] κάποιον με την [[παροχή]] τροφής, τον [[στυλώνω]] (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔ<br />β. «[[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ [[ἄρτος]] καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[θεραπεύω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ενισχύω]] κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔ<br />β. «[[καίπερ]] εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ακουμπώ]] («[[οὐδέ]] πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — [[κύμα]] που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσους) [[καταλήγω]], εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα [[σημείο]] ή όργανο του σώματος (α. «[[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῦσος», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για πλανήτη) [[σταματώ]] να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς [[τοὔμπροσθεν]] αὐτῶν πορείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σταθεροποιώ]] («στηρίζειν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Αππ.</b>)<br />β) [[εμμένω]] [[σταθερά]] σε [[κάτι]] («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br />β) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παρέρχομαι]] («[[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)<br />δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στηρ</i>-<i>ίζω</i> ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ster</i>- «[[στερεός]], [[σταθερός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στερεός]]). Το ρ. [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. [[στῆρα]]<br /><i>τὰ λίθινα πρόθυρα</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. [[στῆριγξ]] υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[στηρίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm