σχίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[κόβω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]], [[συνήθως]] με βίαιο τρόπο, [[χωρίζω]] σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «[[σχίζω]] ξύλα για το [[τζάκι]]» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] σαν να το [[χωρίζω]] στα δύο (α. «το [[πλοίο]] έσχιζε τα [[ήσυχα]] νερά της θάλασσας» β. «([[θάλασσα]]) οχιζομένη ταῖς κώπαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σχίζομαι</i><br />διαχωρίζομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σχισμένος</i> -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ἐσχισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(για [[ένδυμα]] ή για [[υπόδημα]]) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «[[τριβώνιον]] ἐσχισμένον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] [[ρωγμή]] («ο [[σεισμός]] έσχισε τις πέτρες»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[τραύμα]] σε κάποιον, [[πληγώνω]] («έσκισε τα πόδια της»)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]] («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διαμαρτύρομαι]] έντονα («σχίζεται [[κάθε]] [[φορά]] που λένε [[κάτι]] για τον άντρα της»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] με [[πάθος]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («σχίζεται να μέ περιποιηθεί [[κάθε]] [[φορά]] που πάω [[σπίτι]] της»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σκίζει τα ρούχα του»<br /><b>μτφ.</b> αποποιείται με έντονο τρόπο [[ενοχή]] που αποδίδεται σε αυτόν<br />β) «[[σκίζω]] τη [[γάτα]]»<br /><b>μτφ.</b> (για άνδρα) επιβάλλομαι στη [[γυναίκα]], τήν [[κάνω]] να μέ φοβάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] στα δύο [[καθώς]] το [[διασχίζω]] («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως [[ξεχωριστός]] [[κλάδος]] («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῦ στελέχους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[στρατιά]]) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διίσταμαι]], διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[χαρακτηρισμός]] τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων [[καθώς]] και διαφόρων [[μερών]] του σώματός τους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχίζω]] τὰς φλέβας» — [[διαιρώ]] τις φλέβες <b>(ΓΊλάτ.)</b><br />β) «[[σχίζω]] [[γάλα]]» — [[πήζω]] [[γάλα]], [[διαχωρίζω]] την τυρώδη [[ουσία]] από τον ορό (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-)<i>ώ</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>-<i>d</i>- (με οδοντική [[παρέκταση]]) «[[σχίζω]], [[τέμνω]], [[τεμαχίζω]]» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- [[αντί]] του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῡ -<i>k</i>-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχισα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔσχιδ</i>-<i>σα</i>) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>jω</i> και υπόλοιποι τ. (<b>πρβλ.</b> [[σχίσμα]], [[σχιστός]], [[ἀποσχίς]], -[[ίδος]], [[σχίζα]], [[σχίδα]], [[σχίδαξ]]). Το ρ. [[σχίζω]] συνδέεται με το λατ. <i>scin</i>-<i>do</i> (που εμφανίζει κλειστό [[σύμφωνο]] -<i>c</i>-και εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]]) και το αρχ. ινδ. <i>chi</i>-<i>n</i>-<i>ad</i>-<i>mi</i> (με [[επίσης]] έρρινο [[ένθημα]]). Το κλειστό ουρανικό [[σύμφωνο]] και το έρρινο [[ένθημα]] της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δάλαμος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαμος]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>αλμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[οφθαλμός]], [[σκαλμός]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>ύλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἰδ</i>-<i>ύλιον</i>), απ' όπου τα <i>ἀνα</i>-<i>σχινδυλεύω</i> και [[σχινδύλη]], [[σχινδύλησις]] (για τους τ. [[σκιδαρόν]] και [[σκοῖδος]] <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. [[σχίζω]] έχει πλαστεί μια [[σειρά]] ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. <i>σχίζογαμία</i>, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizogamy</i>, [[σχιζοφρενία]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizophrenia</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σχίδαξ]](-<i>ακας</i>), [[σχίζα]], [[σχίσμα]], [[σχισμή]], [[σχισμός]], [[σχίστης]], [[σχιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίδα]], [[σχίδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[σχιζόπους]], [[σχιζόπτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχίζανθος]], [[σχιζογαμία]], [[σχιζογραφία]], [[σχιζοειδής]], <i>σχιζοθυμία</i>, [[σχιζομύκητες]], [[σχιζοπροσωπία]], [[σχιζοτριχία]], [[σχιζοφασία]], [[σχιζοφρενία]]. (Β' συνθετικό) [[αποσχίζω]], [[διασχίζω]], [[εκσχίζω]], [[κατασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασχίζω]], [[ενσχίζω]], [[επισχίζω]], [[παρασχίζω]], [[περισχίζω]], [[προσχίζω]], [[συσχίζω]], [[υποσχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ξανασχίζω</i>, [[ξεσχίζω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[κόβω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]], [[συνήθως]] με βίαιο τρόπο, [[χωρίζω]] σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «[[σχίζω]] ξύλα για το [[τζάκι]]» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] σαν να το [[χωρίζω]] στα δύο (α. «το [[πλοίο]] έσχιζε τα [[ήσυχα]] νερά της θάλασσας» β. «([[θάλασσα]]) οχιζομένη ταῖς κώπαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σχίζομαι</i><br />διαχωρίζομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σχισμένος</i> -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ἐσχισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(για [[ένδυμα]] ή για [[υπόδημα]]) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «[[τριβώνιον]] ἐσχισμένον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] [[ρωγμή]] («ο [[σεισμός]] έσχισε τις πέτρες»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[τραύμα]] σε κάποιον, [[πληγώνω]] («έσκισε τα πόδια της»)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]] («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διαμαρτύρομαι]] έντονα («σχίζεται [[κάθε]] [[φορά]] που λένε [[κάτι]] για τον άντρα της»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] με [[πάθος]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («σχίζεται να μέ περιποιηθεί [[κάθε]] [[φορά]] που πάω [[σπίτι]] της»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σκίζει τα ρούχα του»<br /><b>μτφ.</b> αποποιείται με έντονο τρόπο [[ενοχή]] που αποδίδεται σε αυτόν<br />β) «[[σκίζω]] τη [[γάτα]]»<br /><b>μτφ.</b> (για άνδρα) επιβάλλομαι στη [[γυναίκα]], τήν [[κάνω]] να μέ φοβάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] στα δύο [[καθώς]] το [[διασχίζω]] («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως [[ξεχωριστός]] [[κλάδος]] («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῦ στελέχους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[στρατιά]]) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διίσταμαι]], διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[χαρακτηρισμός]] τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων [[καθώς]] και διαφόρων [[μερών]] του σώματός τους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχίζω]] τὰς φλέβας» — [[διαιρώ]] τις φλέβες <b>(ΓΊλάτ.)</b><br />β) «[[σχίζω]] [[γάλα]]» — [[πήζω]] [[γάλα]], [[διαχωρίζω]] την τυρώδη [[ουσία]] από τον ορό (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-)<i>ώ</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>-<i>d</i>- (με οδοντική [[παρέκταση]]) «[[σχίζω]], [[τέμνω]], [[τεμαχίζω]]» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- [[αντί]] του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῦ -<i>k</i>-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχισα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔσχιδ</i>-<i>σα</i>) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>jω</i> και υπόλοιποι τ. (<b>πρβλ.</b> [[σχίσμα]], [[σχιστός]], [[ἀποσχίς]], -[[ίδος]], [[σχίζα]], [[σχίδα]], [[σχίδαξ]]). Το ρ. [[σχίζω]] συνδέεται με το λατ. <i>scin</i>-<i>do</i> (που εμφανίζει κλειστό [[σύμφωνο]] -<i>c</i>-και εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]]) και το αρχ. ινδ. <i>chi</i>-<i>n</i>-<i>ad</i>-<i>mi</i> (με [[επίσης]] έρρινο [[ένθημα]]). Το κλειστό ουρανικό [[σύμφωνο]] και το έρρινο [[ένθημα]] της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δάλαμος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαμος]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>αλμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[οφθαλμός]], [[σκαλμός]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>ύλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἰδ</i>-<i>ύλιον</i>), απ' όπου τα <i>ἀνα</i>-<i>σχινδυλεύω</i> και [[σχινδύλη]], [[σχινδύλησις]] (για τους τ. [[σκιδαρόν]] και [[σκοῖδος]] <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. [[σχίζω]] έχει πλαστεί μια [[σειρά]] ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. <i>σχίζογαμία</i>, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizogamy</i>, [[σχιζοφρενία]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizophrenia</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σχίδαξ]](-<i>ακας</i>), [[σχίζα]], [[σχίσμα]], [[σχισμή]], [[σχισμός]], [[σχίστης]], [[σχιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίδα]], [[σχίδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[σχιζόπους]], [[σχιζόπτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχίζανθος]], [[σχιζογαμία]], [[σχιζογραφία]], [[σχιζοειδής]], <i>σχιζοθυμία</i>, [[σχιζομύκητες]], [[σχιζοπροσωπία]], [[σχιζοτριχία]], [[σχιζοφασία]], [[σχιζοφρενία]]. (Β' συνθετικό) [[αποσχίζω]], [[διασχίζω]], [[εκσχίζω]], [[κατασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασχίζω]], [[ενσχίζω]], [[επισχίζω]], [[παρασχίζω]], [[περισχίζω]], [[προσχίζω]], [[συσχίζω]], [[υποσχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ξανασχίζω</i>, [[ξεσχίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζω Medium diacritics: σχίζω Low diacritics: σχίζω Capitals: ΣΧΙΖΩ
Transliteration A: schízō Transliteration B: schizō Transliteration C: schizo Beta Code: sxi/zw

English (LSJ)

Hdt.2.17, S.El.99 (anap.), etc.: poet. impf. A σχίζον Pi.P. 4.228: fut. σχίσω LXX Su.55: aor. ἔσχισα Od.4.507 (ἀπο-), h.Merc. 128, etc., Ep. σχίσσα Hes.Sc.428:—Pass., fut. σχισθήσομαι LXX Za. 14.4: pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave, ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes. l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.; σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24; ποδὶ γᾶν Id.Fr.167; κάρα πελέκει S. l.c.; especially of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind, σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25 (dub.); but πρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.; τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20,22 (iii A.D.); οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13. 2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49; σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph.264d; κατὰ μῆκος Id.Ti.36b; σ. τὰς φλέβας divide them, ib.77d:—Pass., σχισθέντα A.Ag.623; φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (so ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199 (Strat.)); περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Pl.Ti.21e; σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA494a12; and of various parts of the body, ib.495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9; φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41. 3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf. σχίσις 2. II metaph. of divided opinions, σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219, cf. X.Smp.4.59; ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.)

German (Pape)

[Seite 1056] (scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζω: μέλλ. -ίσω [ῐ]· Ἐπικ. ἀόρ. σχίσσα. ― Παθητ., πρκμ. ἔσχισμαι. (Ἐκ τῆς √ΣΚΙΔ ἢ ΣΧΙΔ παράγονται καὶ τὰ σχίδη, σχίδαξ, σχίζα, σχινδάλαμος ἢ σκινδαλμός· ἐν τῇ Σανσκρ. τὸ s ἐξαφανίζεται, ΄khid, ΄khinad-mi, ΄khind-âmi (discerpo)· Λατ. scind-o, scid-i, caed-o, cecid-i· Γοτθ. skaid-a (χωρίζω)· Ἀρχ. Σκανδιν. skid (hgnum fi sum)· Ἀρχ. Γερμαν. sceit (discissio) Λιθ. skëdz-u (dividere).) Ὡς καὶ νῦν, σχίζω, χωρίζω (πρβλ. ἀποσχίζω), ῥινὸν ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διῄρεσεν εἰς δώδεκα μέρη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128· σχ. νῶτον γαίας, ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, Πινδ. Π. 4. 406· σχίσσε κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 59· ποδὶ γᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 148 κάρα πελέκει Σοφ. Ἠλ. 99· μάλιστα ἐπὶ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ― ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, σχ. περὶ πρωΐαν τὰ κύματα Σιμωνίδ. 32· ἀλλά, πρῷρα σχ. τὸ κῦμα Λουκ. Ἔρωτ. 6· θάλασσα σχ. νῆα, κατασυντρίβει αὐτήν, Ἀνθ. Π. 9. 40· ― σχ. ὑποδήματα, κόπτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νευρορραφεῖν, Ξενοφ. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. πρόσχισμα. 2) καθόλου, διαχωρίζω, διατέμνω, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Ἡρόδ. 2. 17, πρβλ. 4. 49· σχ. διχῇ Πλάτ. Σοφ. 264Ε· κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 36Β· σχ. τὰς φλέβας, διαιρῶ αὐτάς, αὐτόθι 77D. ― Παθ., σχισθέντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 623 φλὲψ σχιζομένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 75· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διαιρεῖται εἰς τρία μέρη, εἰς τρία ῥεύματα, ὁ αὐτ. 2. 17, πρβλ. 15· (οὕτω, ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα Ἀνθολ. Π. 12. 199)· περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Πλάτ. Τίμ. 2 Ε· σχιζομένη ὁδὸς Ἡρόδ. 7. 31· ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, διῃρεῖτο, ὁ αὐτ. 8. 34· ἐσχίζοντο σφέων αἱ γνῶμαι, διῃροῦντο, ὁ αὐτ. 7. 219, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 59· ― ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνοῦ (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2· ἐπὶ ποδῶν ὧν οἱ δάκτυλοί εἰσι κεχωρισμένοι (πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6 καὶ ἐπὶ διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, αὐτόθι 1. 16, 12., 2. 17. 2, κ. ἀλλ. ― ἀποχωρίζομαι ὡς κλάδος ἰδιαίτερος, ἀπὸ τοῦ στελέχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9· φύλλα ἐσχισμένα εἰς ε΄ μοίρας Διοσκ. 4. 41. 3) σχίζω γάλα, κάμνω τὸ γάλα νὰ πήξῃ καὶ διαχωρισθῇ χωρίζω τὴν τυρώδη οὐσίαν ἀπὸ τοῦ ὀροῦ, Διοσκ. 2. 77· οὕτω, γάλα σχιστὸν αὐτόθι, πρβλ. σχίσις 2. ― Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 196.

French (Bailly abrégé)

f. σχίσω, ao. ἔσχισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι;
fendre, séparer en fendant :
1 avec idée de violence κάρα πελέκει SOPH fendre la tête d’un coup de hache ; ξύλα XÉN fendre du bois;
2 sans idée de violence fendre, séparer, partager en deux : Νεῖλος σχίζει μέσην Αἴγυπτον HDT le Nil partage l’Égypte en deux moitiés ; Pass. se fendre, se séparer, se diviser en parl. d’une route, etc. ; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο HDT l’armée se divisa ; fig. ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι HDT leurs opinions se partageaient, ils étaient divisés dans leurs décisions.
Étymologie: R. Σχιδ, fendre ; cf. lat. scindo, caedo.

English (Autenrieth)

(cf. scindo), aor. ἔσχισεν: cleave, split, Od. 4.507.

English (Slater)

σχίζω
   1 cut open ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.24) Καινεὺς σχᾰσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 8. in tmesis, v. ἀνασχίζω (P. 4.228)

Spanish

dividir, separar

English (Strong)

apparently a primary verb; to split or sever (literally or figuratively): break, divide, open, rend, make a rent.

English (Thayer)

(R G L marginal reading)); future (σχίσω (L text T Tr text WH (cf. Buttmann, 37 (32 f))); 1st aorist ἐσχισα; passive, present participle σχιζόμενος; 1st aorist ἐσχίσθην; (allied with Latin scindo, caedo, etc. (cf. Curtius, § 295)); from (Homer h. Merc.)) Hesiod down; the Sept. several times for בָּקַע, קָרַע; to cleave, cleave asunder, rend: τί, αἱ πέτραι, οἱ οὐρανοί, τό καταπέτασμα, εἰς δύο added, into two parts, in twain (εἰς δύο μέρη, of a river, Polybius 2,16, 11)), τό δίκτυον, to divide by rending, τί, to be split into factions, be divided: Xenophon, conv. 4,59; τοῦ πλήθους σχιζομενου κατά αἵρεσιν, Diodorus 12,66).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σκίζω Ν
1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.)
2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα σαν να το χωρίζω στα δύο (α. «το πλοίο έσχιζε τα ήσυχα νερά της θάλασσας» β. «(θάλασσα) οχιζομένη ταῖς κώπαις», Πλούτ.)
3. (μέσ. και παθ.) σχίζομαι
διαχωρίζομαι κατά μήκος, διακλαδίζομαι
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σχισμένος -η, -ο και ἐσχισμένος, -η, -ον
(για ένδυμα ή για υπόδημα) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «τριβώνιον ἐσχισμένον», πάπ.)
νεοελλ.
1. ανοίγω ρωγμή («ο σεισμός έσχισε τις πέτρες»)
2. προξενώ τραύμα σε κάποιον, πληγώνω («έσκισε τα πόδια της»)
3. διαπερνώ, διατρυπώ («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)
4. μέσ. α) διαμαρτύρομαι έντονα («σχίζεται κάθε φορά που λένε κάτι για τον άντρα της»)
β) μτφ. καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζομαι με πάθος για κάποιον ή για κάτι («σχίζεται να μέ περιποιηθεί κάθε φορά που πάω σπίτι της»)
5. φρ. α) «σκίζει τα ρούχα του»
μτφ. αποποιείται με έντονο τρόπο ενοχή που αποδίδεται σε αυτόν
β) «σκίζω τη γάτα»
μτφ. (για άνδρα) επιβάλλομαι στη γυναίκα, τήν κάνω να μέ φοβάται
αρχ.
1. χωρίζω κάτι στα δύο καθώς το διασχίζω («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», Ηρόδ.)
2. (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως ξεχωριστός κλάδος («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῦ στελέχους», Θεόφρ.)
3. παθ. (για στρατιά) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», Ηρόδ.)
4. μτφ. διίσταμαι, διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις», Γαλ.)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χαρακτηρισμός τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων καθώς και διαφόρων μερών του σώματός τους
6. φρ. α) «σχίζω τὰς φλέβας» — διαιρώ τις φλέβες (ΓΊλάτ.)
β) «σχίζω γάλα» — πήζω γάλα, διαχωρίζω την τυρώδη ουσία από τον ορό (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχίζω (< σχίδ-)ώ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα skei-d- (με οδοντική παρέκταση) «σχίζω, τέμνω, τεμαχίζω» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό σύμφωνο -χ- αντί του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῦ -k-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. -σχισα (< ἔσχιδ-σα) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με επίθημα - και υπόλοιποι τ. (πρβλ. σχίσμα, σχιστός, ἀποσχίς, -ίδος, σχίζα, σχίδα, σχίδαξ). Το ρ. σχίζω συνδέεται με το λατ. scin-do (που εμφανίζει κλειστό σύμφωνο -c-και εκφραστικό έρρινο ένθημα) και το αρχ. ινδ. chi-n-ad-mi (με επίσης έρρινο ένθημα). Το κλειστό ουρανικό σύμφωνο και το έρρινο ένθημα της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. σκι-ν-δάλαμος (πρβλ. κάλαμος), σκι-ν-δ-αλμός (πρβλ. οφθαλμός, σκαλμός), σκι-ν-δ-ύλιον (πρβλ. εἰδ-ύλιον), απ' όπου τα ἀνα-σχινδυλεύω και σχινδύλη, σχινδύλησις (για τους τ. σκιδαρόν και σκοῖδος βλ. τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. σχίζω έχει πλαστεί μια σειρά ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. σχίζογαμία, πρβλ. αγγλ. schizogamy, σχιζοφρενία, πρβλ. αγγλ. schizophrenia κ.ά.).
ΠΑΡ. σχίδαξ(-ακας), σχίζα, σχίσμα, σχισμή, σχισμός, σχίστης, σχιστός
αρχ.
σχίδα, σχίδος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. σχιζόπους, σχιζόπτερος
νεοελλ.
σχίζανθος, σχιζογαμία, σχιζογραφία, σχιζοειδής, σχιζοθυμία, σχιζομύκητες, σχιζοπροσωπία, σχιζοτριχία, σχιζοφασία, σχιζοφρενία. (Β' συνθετικό) αποσχίζω, διασχίζω, εκσχίζω, κατασχίζω
αρχ.
ανασχίζω, ενσχίζω, επισχίζω, παρασχίζω, περισχίζω, προσχίζω, συσχίζω, υποσχίζω
νεοελλ.
ξανασχίζω, ξεσχίζω].

Greek Monotonic

σχίζω: (√ΣΧΙΔ), μέλ. -ίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔσχῐσα· Επικ. σχίσσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσχίσθην, παρακ. ἔσχισμαι·
1. σχίζω, διαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, κόβω, σε Ησίοδ.· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διήρεσε σε δώδεκα μέρη, σε Ομηρ. Ύμν.· σχίζωκάρα πελέκει, σε Σοφ.
2. γενικά, μερίζω, διαχωρίζω, κομματιάζω, διατέμνω· Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐσχίσθη ὁ ποταμός, στον ίδ.· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διακλαδώνεται σε τρία ρεύματα, τρεις παραποτάμους, στον ίδ.· σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι, οι απόψεις τους μοιράζονταν, διίσταντο, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχίζω poët. imperf. σχίζον met acc. splijten, klieven:. σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει zij spleten zijn hoofd met een moorddadige bijl Soph. El. 99; ξύλα σχίζων τις iemand die stukken hout aan het klieven was Xen. An. 1.5.12. splitsen, verdelen:. μέσην Αἴγυπτον σχίζων Egypte in twee delen splitsend Hdt. 2.17.3; σχίζοντες διχῇ in tweeën delend Plat. Sph. 264d. pass. intrans. zich splitsen; κατὰ τὴν φλέβα τὴν κατὰ βραχίονα σχιζομένην bij de ader die zich in de bovenarm splitst Hp. Art. 20; met acc. v. h. inw. obj..; Νεῖλος... σχίζεται τριφασίας ὀδούς de Nijl splitst zich in drie waterwegen Hdt. 2.17.3; overdr.. σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι hun meningen liepen uiteen Hdt. 4.119.1.

Russian (Dvoretsky)

σχίζω: (fut. σχίσω, aor. ἔσχισα; pass.: aor. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι)
1) разрывать (ὀνύχεσσι Hes.; τὸ καταπέτασμα ἐσχίσθη εἰς δύο NT);
2) рассекать, разрубать (κάρα πελέκει Soph.; σ. δώδεκα μοίρας HH);
3) раскалывать, колоть (ξύλα Xen.);
4) разрезать, взрывать, вспахивать (νῶτον γᾶς Pind.);
5) расщеплять, разделять: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Her. Нил, разделяющий Египет посредине; σχίσαι περὶ τὴν κεφαλὴν τὰς φλέβας Plat. окружить голову сетью кровеносных сосудов; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Her. река разделилась; ἐσχιζομένη ὁδός Her. распутье; ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Her. мнения разделились или разошлись.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to split, to cut, to separate (Pi., Hdt., Att. etc.).
Other forms: Aor. σχίσ(σ)αι (Od.), pass. σχισθ-ῆναι (P 316), fut. -ήσομαι, act. σχίσω, perf. midd. ἔσχισμαι (hell. a. late).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀπο-, δια-, ἀνα-, περι-.
Derivatives: A. With unchanged root-auslaut: 1. σχίδα σχίδος σινδόνος, ῥῆγμα (cod. π-) H. like κλάδ-α acc. sg. (Schwyzer 507); if not Dor. or hell. nom. (Kretschmer Glotta 10, 170); as 2. member in ἀπο-, δια-, παρα-σχίδες pl. (rarely sg. -σχίς) f. secessions, branchings etc. (medic. a.o.). 2. σχίδ-αξ, -ακος m. split wood, piece of wood, splinter (LXX, D. S. a.o.) with -ακηδόν, ὑπο- σχίζω -ακώδης (medic.); cf. χάραξ, κάμαξ a.o. 3. σχίδος την ἀπόσχισιν H.; but -σχιδής, e.g. in ἀ-, ἀκρο-, νεο- σχίζω (hell. a. late) directly from the verb. 4. σχίδ-ια ὠμόλινα H., Lat. schidia f. sg. chip of wood (Vitr.). 5. σχιδανός (as πιθανός) in σχίζω -πους (Arist.) = σχιζό-πους with split feet, toes (Arist.). -- B. With altered root-auslaut: 1. σχίζα f. split wood, piece of wood etc. (Hom., Ar., pap. a.o.), shaft, javelin (LXX,AP); from *σχίδ-ι̯α or adapted to σχίζω (Schwyzer 474); dimin. -ίον n. (Poll., Alciphr.); -ίας m. lath, lath-like (Cratin., Dikaiarch., hell. pap. a.o.). 2. σχιστός (ἄ- σχίζω etc.) split (Hp., Att.). 3. σχίσις (ἀπό-, διά- a.o.) f. split, carving (Pl., Arist. etc.). 4. σχισ-μός (δια-, περι-, ὑπο-, ἐν-) m. id. (A. Ag. 1149, Delph. inscr., pap. a.o.); -μα (also w. ἀπό-, διά- a.o.) n. split, tear (Arist., Thphr. etc.); -μή f. id. (LXX, H.); from -σμο-, -σμα or from σχιδ-μ- reshaped (Schwyzer 321 a. 493).
Origin: IE [Indo-European] [919] *skid- cut, split, separate
Etymology: The above words form a system built on an IE basis, which was richly developed inside Greek. For closer comparison esp. the following form can be used: 1. ἀπο-σχίδ-ες = Skt. apa-chíd- f. section, clipping. 2. σχιστός = Lat. scissus (from *scid-to-s), Av. a-sista-; diff. Skt. chinná- (from *chid-ná-). 3. Aor. σχίσαι, -ασθαι: Skt. aor. midd. chit-s-i (cf. the reserved remarks in Schwyzer 751). 4. A trace of the old nasalpresent in Lat. sci-n-dō, Skt. chi-ná-d-mi, pl. chi-n-d-ánti cut off, split not retained in σκινδάλαμος etc. s.v.. On the other hand the yod-present σχίζω is isolated and is like the other verbforms notably a Greek. innovation. Against identification of σχίζεται and the Skt. pass. chid-yá-te Wackernagel Unt. 133. Beside σχίζω stands with full grade Lith. skíedžiu separate, divide. 5. Independent of σχίσις (innovation; cf. πίστις) is Skt. ví-chitti- interruption. -- Further cognates, a.o. Arm. c'tim (from *c'it-im) tear itself, scratch, for Greek without direct interest, in Bq, WP. 2, 543 f., Pok. 920f., W.-Hofmann s. scindō w. lit. -- Lat. LW [loanword] scheda f. stroke of papyrus from *σχίδη (or σχίδα?; s. above A. 1), also concept through influence of schedium n. unprepared speech, draft, scetch = late- a. NGr. σχέδιον id. (on the meaning s. σχέδιος to σχεδόν), σχεδάριον; on this till Ital. schizzo, Fr. esquisse, NHG Skizze; s. Kretschmer Glotta 10, 168 ff. == Other words mentioned by Frisk but not cognate with σχίζω s.vv: σκινδαλ(α)μός, σκινδύλιον, σκιδαρόν, σκοιδ-.

Middle Liddell

[Root !σχιδ]
1. to split, cleave, Hes.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i. e. divided them into twelve parts, Hhymn.; σχ. κάρα πελέκει Soph.
2. generally, to part, separate, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.:—Pass., ἐσχίσθη ὁ ποταμός Soph.; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Soph.; ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι their opinions were divided, Soph.

Frisk Etymology German

σχίζω: (Pi., Hdt., att. usw.),
{skhízō}
Forms: Aor. σχίσ(σ)αι (seit Od.), Pass. σχισθῆναι (seit P 316), Fut. -ήσομαι, Akt. σχίσω, Perf. Med. ἔσχισμαι (hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: spalten, durchschneiden, trennen.
Composita : sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, δια-, ἀνα-, περι-,
Derivative: Zahlreiche Nomina. A. Mit unverändertem Wz.-auslaut: 1. σχίδα· σχίδος σινδόνος, ῥῆγμα (cod. π-) H. wie κλάδα Akk. sg. (Schwyzer 507); wenn nicht dor. od. hell. Nom. (Kretschmer Glotta 10, 170); als Hinterglied in ἀπο-, δια-, παρασχίδες pl. (selten sg. -σχίς) f. Abspaltungen, Verzweigungen (Mediz. u.a.). 2. σχίδαξ, -ακος m. gespaltenes Holz, Scheit, Splitter (LXX, D. S. u.a.) mit -ακηδόν, ὑπο- ~ -ακώδης (Mediz.); vgl. χάραξ, κάμαξ u.a. 3. σχίδος· τὴν ἀπόσχισιν H.; aber -σχιδής, z.B. in ἀ-, ἀκρο-, νεο- ~ (hell. u. sp.) direkt vom Verb. 4. σχίδια· ὠμόλινα H., lat. schidia f. sg. Holzspan (Vitr.). 5. σχιδανός (wie πιθανός) in ~ -πους (Arist.) = σχιζόπους mit gespalteten Füßen, Zehen (Arist.). — B. Mit verändertem Wz.-auslaut: 1. σχίζα f. gespaltenes Holz, Scheit (Hom., Ar., Pap. u.a.), Schaft, Wurfspieß (LXX,AP); von *σχίδι̯α oder an σχίζω angelehnt (Schwyzer 474); Demin. -ίον n. (Poll., Alkiphr.); -ίας m. Latte, lattenähnlich (Kratin., Dikaiarch., hell. Pap. u.a.). 2. σχιστός (ἄ- ~ usw.) gespalten (Hp., att.). 3. σχίσις (ἀπό-, διά- u.a.) f. ‘das Spal- ten, Zerschneiden’ (Pl., Arist. usw.). 4. σχισμός (δια-, περι-, ὑπο-, ἐν-) m. ib. (A. Ag. 1149, delph. Inschr., Pap. u.a.); -μα (auch m. ἀπό-, διά- u.a.) n. Spalt, Riß (Arist., Thphr. usw.); -μή f. ib. (LXX, H.); aus -σμο-, -σμα oder aus σχιδμ- umgebildet (Schwyzer 321 u. 493). — C. Von σχίζω unabhängig: 1. σκινδάλαμος m. Splitter, Haarspalterei (Ar., Luk. u.a.; nach κάλαμος), auch σκινδαλμός m. ib. (Dsk., Alkiphr.), σχινδαλμός, σχιδαλαμός u.a. (v.l. Hp. Mul. 2, 133); zum Suffix vgl. σκαλμός, ὀφθαλμός (auch Schwyzer 492 A. 7), zur Nasalierung unten; daneben σκινδύλιον n. Schindel (Delph. IIa), ἀνασχινδυλεύω aufspießen (Pl.), -σκινδυλεύω, -σκινδαλεύω (H., EM, Phryn.), nach σκυλεύω, σκαλεύω u.a.; σχινδύλησις f. das Spalten (Hp. ap. Gal.). 2. σκιδαρόν· ἀραιόν H. 3. σκοῖδος m. = οἰκονόμος, ταμίας usw. Bez. einer makedonischen Behörde (Hdn. Gr., Poll., H.), Bein. des Dionysos (Men.); σκοιδίᾳ f. Dat. der Fürsorgerin, Hausverwalterin (Naxos I-IIp). Zu sämtlichen Wörtern unter C s. Hiersche Ten. asp. 215ff. m. Lit.; daselbst auch über den Anlaut σχ-.
Etymology : Die obigen Wörter, mit Ausnahme der unter C aufgeführten, bilden ein auf idg. Basis aufgebautes, innerhalb des Griechischen reich entwickeltes System. Für den näheren Vergleich kommen namentlich folgende Formen in Betracht : 1. ἀποσχίδες = aind. apa-chíd- f. Abschnitt, Schnitzel. 2. σχιστός = lat. scissus (aus *scid-to-s), aw. a-sista-; dagegen aind. chinná- (aus *chid--). 3. Aor. σχίσαι, -ασθαι : aind. Aor. Med. chit-s-i (vgl. die zurückhaltenden Bemerkungen bei Schwyzer 751). 4. Eine Spur des alten Nasalpräsens in lat. sci-n-, aind. chi--d-mi, pl. chi-n-d-ánti abschneiden, spalten könnte in σκινδάλαμος, ἀνασχινδυλεύω u.a. erhalten sein. Dagegen steht das Jotpräsens σχίζω isoliert und ist ebenso wie die übrigen Verbformen zunächst als eine griech. Neuerung zu betrachten. Gegen Gleichsetzung von σχίζεται und dem aind. Pass. chid--te Wackernagel Unt. 133. Neben σχίζω steht mit Hochstufe lit. skíedžiu trennen, scheiden. 5. Zu σκιδαρόν vgl. aind. chidrá- durchlöchert, ahd. scëtar dünn, lückenhaft u. a.; für σκιδαρόν ist auch Beziehung zu σκεδάννυμι zu erwägen (Frisk Nom. 10 f.). 6. Mit σκοῖδος deckt sich der Bildung nach aind. cheda- m. Abtrennung, Abschnitt, Riß (Palatalisierung nach chid-). 7. Von σχίσις (Neubildung; vgl. πίστις) unabhängig aind. -chitti- Unterbrechung. — Weitere Verwandte, u.a. arm. c̣tim (aus *c̣it-im) sich ritzen, zerkratzen, für das Griechische ohne näheres Interesse, bei Bq, WP. 2, 543 f., Pok. 920f., W.-Hofmann s. scindō m. Lit. — Lat. LW scheda f. Papyrusstreifen aus *σχίδη (oder σχίδα?; s. oben A. 1), auch Konzept durch Einfluß von schedium n. Stegreifrede, Entwurf, Skizze = spät- u. ngr. σχέδιον ib. (zur Bed. s. σχέδιος zu σχεδόν), σχεδάριον; dazu noch ital. schizzo, frz. esquisse, nhd. Skizze; s. Kretschmer Glotta 10, 168 ff.
Page 2,838-840

Chinese

原文音譯:sc⋯zw 士希索
詞類次數:動詞(10)
原文字根:裂開 相當於: (בָּקַע‎) (קָרַע‎)
字義溯源:分開*,切斷,破,裂,裂開,分裂,打開,撕開,撕下,崩裂,割裂,撕破,撕裂。參讀 (ἀνακρίνω) (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)同義字
同源字:1) (σχίζω)分開 2) (σχίσμα)分裂
出現次數:總共(11);太(2);可(2);路(3);約(2);徒(2)
譯字彙編
1) 裂(2) 太27:51; 可15:38;
2) 分裂了(2) 徒14:4; 徒23:7;
3) 裂開了(2) 可1:10; 路23:45;
4) 撕下⋯來(1) 路5:36;
5) 我們⋯撕開(1) 約19:24;
6) 撕破了(1) 路5:36;
7) 崩裂(1) 太27:51;
8) 破(1) 約21:11