χους: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(46)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / χοῡς, γεν. [[χοός]] και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α<br />(στη νεοελλ. [[λόγιος]] τ.)<br /><b>1.</b> [[χώμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ([[κατά]] την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χοῡς τῆς σαρκός» — το [[περίβλημα]] της ψυχής, το [[σώμα]] (Μετά Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χοῡς θανάτου» — [[τάφος]] (ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-].
|mltxt=ο / χοῦς, γεν. [[χοός]] και χοῦ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α<br />(στη νεοελλ. [[λόγιος]] τ.)<br /><b>1.</b> [[χώμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ([[κατά]] την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χοῦς τῆς σαρκός» — το [[περίβλημα]] της ψυχής, το [[σώμα]] (Μετά Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χοῦς θανάτου» — [[τάφος]] (ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

ο / χοῦς, γεν. χοός και χοῦ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
(στη νεοελλ. λόγιος τ.)
1. χώμα
2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο
μσν.
φρ. «χοῦς τῆς σαρκός» — το περίβλημα της ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.)
αρχ.
1. σκόνη, κονιορτός
2. φρ. «χοῦς θανάτου» — τάφος (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-].