ἐμψυχία: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ одушевленность Plut., Sext.
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ одушевленность Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμψῡχία Medium diacritics: ἐμψυχία Low diacritics: εμψυχία Capitals: ΕΜΨΥΧΙΑ
Transliteration A: empsychía Transliteration B: empsychia Transliteration C: empsychia Beta Code: e)myuxi/a

English (LSJ)

ἡ, A having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμψῡχία: ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν ψῦχος, Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état d’un être animé, vie.
Étymologie: ἔμψυχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
posesión de alma, condición animada propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Placit.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.Stoic.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación Plu.2.1053b, cf. Them.in de An.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.in Phdr.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.in Cra.p.87.

Greek Monolingual

ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα του έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμψῡχία: ἡ одушевленность Plut., Sext.