ὁρκοῦρος: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ὁρκοῦρος, ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί ένα [[έρκος]], έναν προμαχώνα ή περίβολο, [[ερκούρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική γρφ. του [[ἑρκοῦρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οὗρος</i> «[[φύλαξ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ὁρκάνη]]: [[ἑρκάνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ὁ, A v. ἑρκοῦρος.
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὁρκοῦρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.
Greek Monotonic
ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκ-οῦρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκοῦρος: ὁ Anth. = ἕρκουρος.
Middle Liddell
ὁρκ-οῦρος, ὁ, = ἑρκοῦρος, Anth.]