σύνναος: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον [[άλλο]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον [[άλλο]] («θεοῖς συννάοις καὶ συμβώμοις», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>ναος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύννᾱος:''' имеющий общий храм, чтимый в том же храме ([[Ἀφροδίτη]] σ. τοῦ Ἔρωτος Plut.). | |elrutext='''σύννᾱος:''' имеющий общий храм, чтимый в том же храме ([[Ἀφροδίτη]] σ. τοῦ Ἔρωτος Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
ον, A having the same temple, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230 (Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.
German (Pape)
[Seite 1027] zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
σύννᾱος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· μετὰ γεν., συνίερος καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος αὐτόθι 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· μετὰ δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου ταύτῃ (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré dans un même temple avec, gén..
Étymologie: σύν, ναός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῖς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναός (πρβλ. ομό-ναος)].
Russian (Dvoretsky)
σύννᾱος: имеющий общий храм, чтимый в том же храме (Ἀφροδίτη σ. τοῦ Ἔρωτος Plut.).