βαθύφωνος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de voz profunda]] neutr. como adv. -ον [[con voz profunda]] ᾔδει βαθύφωνον LXX <i>Is</i>.33.19. | |dgtxt=-ον<br />[[de voz profunda]] neutr. como adv. -ον [[con voz profunda]] ᾔδει βαθύφωνον [[LXX]] <i>Is</i>.33.19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαθύφωνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[βαθιά]], χαμηλή [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[μπάσος]], αυτός που έχει τη βαθύτερη [[περιοχή]] των αντρικών φωνών. | |mltxt=-η, -ο (Α [[βαθύφωνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[βαθιά]], χαμηλή [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[μπάσος]], αυτός που έχει τη βαθύτερη [[περιοχή]] των αντρικών φωνών. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 20 June 2022
English (LSJ)
ον, A of deep, i.e. hollow, voice, LXX Is.33.19.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύφωνος: -ον, ὁ ἔχων βαθεῖαν, βαθεῖαν, δυσκατάληπτον φωνήν, Ἑβδ., ἀμφιβ. ἀντὶ βαρύ-.
Spanish (DGE)
-ον
de voz profunda neutr. como adv. -ον con voz profunda ᾔδει βαθύφωνον LXX Is.33.19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαθύφωνος, -ον)
όποιος έχει βαθιά, χαμηλή φωνή
νεοελλ.
ο μπάσος, αυτός που έχει τη βαθύτερη περιοχή των αντρικών φωνών.