καθοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathoplizo
|Transliteration C=kathoplizo
|Beta Code=kaqopli/zw
|Beta Code=kaqopli/zw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[equip]], [[arm fully]], τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., [[arm oneself fully]], Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; τὰς [[παντευχία]]ς καθωπλίσαντο = armed themselves fully LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to [[be armed]], X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ [[καθωπλισμένος]] = [[furnished with]] the [[censer]], LXX 4 Ma.7.11: metaph., [[καλοκἀγαθία|καλοκἀγαθίᾳ]] [[καθωπλισμένος]] = armed with [[nobility]] ib.11.22.<br><span class="bld">II</span> [[array]], [[set in order]]: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν = have armed against [[dishounor]], so that you might win in one breath a twofold praise / so [[ordering]] that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).
|Definition=<span class="bld">A</span> [[equip]], [[arm fully]], τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., [[arm oneself fully]], Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; τὰς [[παντευχία]]ς καθωπλίσαντο = armed themselves fully [[LXX]] 4 Ma.3.12:—Pass., to [[be armed]], X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ [[καθωπλισμένος]] = [[furnished with]] the [[censer]], [[LXX]] 4 Ma.7.11: metaph., [[καλοκἀγαθία|καλοκἀγαθίᾳ]] [[καθωπλισμένος]] = armed with [[nobility]] ib.11.22.<br><span class="bld">II</span> [[array]], [[set in order]]: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν = have armed against [[dishounor]], so that you might win in one breath a twofold praise / so [[ordering]] that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοπλίζω Medium diacritics: καθοπλίζω Low diacritics: καθοπλίζω Capitals: ΚΑΘΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: kathoplízō Transliteration B: kathoplizō Transliteration C: kathoplizo Beta Code: kaqopli/zw

English (LSJ)

A equip, arm fully, τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο = armed themselves fully LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to be armed, X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος = furnished with the censer, LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ καθωπλισμένος = armed with nobility ib.11.22.
II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν = have armed against dishounor, so that you might win in one breath a twofold praise / so ordering that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).

German (Pape)

[Seite 1288] bewaffnen, ausrüsten, τῇ πανοπλίᾳ Aesch. 3, 154, Sp., wie Plut. Cam. 34; die Bdtg »mit den Waffen bekämpfen, besiegen« ist falsch aus Soph. El. 1076 hergeleitet, wo τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα = »das Verbrechen bewaffnend« ist. – Med. sich rüsten, Pol. 3, 62, 7 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καθοπλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁπλίζω ἐντελῶς, καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ τέλος. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ φράσις: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις εἶναι: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ao. καθώπλισα;
1 armer;
2 triompher de, vaincre, acc..
Étymologie: κατά, ὁπλίζω.

English (Strong)

from κατά; and ὁπλίζω; to equip fully with armor: arm.

English (Thayer)

perfect passive participle καθωπλισμένος; "to arm (fully (cf. κατά, III:1 at the end)), furnish with arms": Xenophon, Plutarch, and others; the Sept..)

Greek Monolingual

καθοπλίζω)
εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)
αρχ.
1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.)
2. παθ. καθοπλίζομαι
α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», Ξεν.)
β) είμαι εφοδιασμένος με κάτι («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁπλίζω (< ὅπλον)].

Greek Monotonic

καθοπλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εξοπλίζω ή οπλίζω πλήρως, τῇ πανοπλίᾳ, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, αυτή που έχει οπλιστεί εναντίον της ατιμίας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθοπλίζω: вооружать (τῇ πανοπλία Aeschin.; τῶν οἰκετῶν τριάκοντα Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-οπλίζω bewapenen, van wapens voorzien; med. zich bewapenen.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
I. to equip or arm fully, τῇ πανοπλίᾳ Aeschin.:—Pass. to be so armed, Xen.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα having taken arms against dishonour, Soph.

Chinese

原文音譯:kaqopl⋯zw 卡特-哦普利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-器具
字義溯源:充分武裝,裝備,排列,披掛整齊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὁπλίζω)=裝備)組成;而 (ὁπλίζω)出自(ὅπλον)*=器具)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 披掛整齊(1) 路11:21