ἀνάπηρος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
mNo edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapiros
|Transliteration C=anapiros
|Beta Code=a)na/phros
|Beta Code=a)na/phros
|Definition=ον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)  
|Definition=ον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., [[LXX]] To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀνάπειρος]] LXX <i>To</i>.14.2<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mutilado]], [[lisiado]] [[ἀνάπηρα]] ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, [[ἀνάπειρος]] τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX <i>To</i>.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.<i>Cri</i>.53a, Aeschin.1.183, Arist.<i>GA</i> 775<sup>a</sup>4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, <i>Eu.Luc</i>.14.13, 21<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.<i>R</i>.535d.<br /><b class="num">2</b> [[débil]], [[canijo]] [[γίννος]], τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος [[ἀνάπηρος]] Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>34, cf. D.Chr.3.21.<br /><b class="num">3</b> subst. [[ἀνάπηρα]] = [[animales defectuosos]] ἀνάπηρα θύουσιν Pl.<i>Alc</i>.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναπήρως]] = [[con mutilación]] Zonar.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀνάπειρος]] [[LXX]] <i>To</i>.14.2<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mutilado]], [[lisiado]] [[ἀνάπηρα]] ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, [[ἀνάπειρος]] τοῖς ὀφθαλμοῖς [[LXX]] <i>To</i>.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.<i>Cri</i>.53a, Aeschin.1.183, Arist.<i>GA</i> 775<sup>a</sup>4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, <i>Eu.Luc</i>.14.13, 21<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.<i>R</i>.535d.<br /><b class="num">2</b> [[débil]], [[canijo]] [[γίννος]], τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος [[ἀνάπηρος]] Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>34, cf. D.Chr.3.21.<br /><b class="num">3</b> subst. [[ἀνάπηρα]] = [[animales defectuosos]] ἀνάπηρα θύουσιν Pl.<i>Alc</i>.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναπήρως]] = [[con mutilación]] Zonar.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:45, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπηρος Medium diacritics: ἀνάπηρος Low diacritics: ανάπηρος Capitals: ΑΝΑΠΗΡΟΣ
Transliteration A: anápēros Transliteration B: anapēros Transliteration C: anapiros Beta Code: a)na/phros

English (LSJ)

ον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)

German (Pape)

[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estropié, infirme.
Étymologie: ἀνά, πηρός.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.

English (Strong)

from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].

Greek Monotonic

ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.

Middle Liddell


much maimed, crippled, Plat., etc.

English (Woodhouse)

crippled, disabled, maimed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)