ἔμβολος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emvolos | |Transliteration C=emvolos | ||
|Beta Code=e)/mbolos | |Beta Code=e)/mbolos | ||
|Definition=ὁ, or ἔμβολον, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span | |Definition=ὁ, or [[ἔμβολον]], τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> anything [[pointed]] so as to be easily [[thrust]] in, a [[peg]], [[stopper]], <span class="title">CIG</span>2855.27, <span class="bibl">Poll.1.145</span>; [[linch-pin]] (masc.), <span class="bibl">Pherecyd. 37</span>(a) J.: Com. for [[πέος]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>317</span> (masc.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">τῆς χώρης ἔμβολον</b> [[tongue]] of [[land]], <span class="bibl">Hdt.4.53</span>; <b class="b3">Ἀσίας ἔμβολον</b> prob. the [[headland]] of <b class="b3">Κυμὸς σῆμα</b> in [[Caria]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>7.19</span> (<b class="b3">ἔμβολος Ἀσίας ἡ Λυκία</b> Sch.ad loc.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[brazen]] [[beak]], [[ram]], masc. in <span class="bibl">Hdt.1.166</span>, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.166,182; neut. in <span class="title">AP</span>6.236 (Phil.), Paus <span class="bibl">6.20.10</span>; gender doubtful in <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.191</span>, <span class="bibl">Th.7.36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> <b class="b3">οἱ ἔμβολοι</b> = Lat. [[rostra]], [[tribune]] of the Roman [[forum]], <span class="bibl">Plb.6.53.1</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[wedge-shaped order of battle]], neut. in <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.5.22</span>, <span class="bibl">Plb.1.26.16</span>; of a march-formation, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>37.6</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>29.5</span>; τὸ τρίγωνον σχῆμα ἔμβολόν τε καὶ σφηνοειδὲς ὀνομάζεται Ascl.<span class="title">Tact.</span>7.6; <b class="b3">ἡ ὅλη [τάξις] λέγεται ἔμβολος</b> ib.11.5. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[ἔμβολον]], [[τό]], [[half]] a [[ῥόμβος]] ([[quod vide|q.v.]]) [[of cavalry]], ib.7.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span> 19.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> [[bolt]], [[bar]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>114</span> (neut., anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">6</span> <b class="b3">λάϊνα κίοσιν ἔμβολα</b> prob.= <b class="b3">τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα</b>, [[architrave]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>591</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">7</span> [[graft]], [[Gp]] <span class="bibl">10.77.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">8</span> [[portico]], IG11 (2).161 <span class="title">D</span> 118 (Delos, iii B. C.), <span class="title">Ephes.</span>3 No.8, <span class="title">CIG</span>4662b (Gerasa), interpol. in <span class="bibl">Hld.2.26</span>; <b class="b3">ἔ. τῆς</b> κρατίστης βουλῆς <span class="title">BCH</span>11.474 (Lydia). </span><span class="sense"><span class="bld">9</span> <b class="b3">ἔμβολος· εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:13, 7 July 2022
English (LSJ)
ὁ, or ἔμβολον, τό, A anything pointed so as to be easily thrust in, a peg, stopper, CIG2855.27, Poll.1.145; linch-pin (masc.), Pherecyd. 37(a) J.: Com. for πέος, Ar.Fr.317 (masc.). 2 τῆς χώρης ἔμβολον tongue of land, Hdt.4.53; Ἀσίας ἔμβολον prob. the headland of Κυμὸς σῆμα in Caria, Pi.O.7.19 (ἔμβολος Ἀσίας ἡ Λυκία Sch.ad loc.). 3 brazen beak, ram, masc. in Hdt.1.166, Tab.Heracl.1.166,182; neut. in AP6.236 (Phil.), Paus 6.20.10; gender doubtful in Pi.P.4.191, Th.7.36. b οἱ ἔμβολοι = Lat. rostra, tribune of the Roman forum, Plb.6.53.1, Plu.Cat.Mi.44. 4 wedge-shaped order of battle, neut. in X.HG7.5.22, Plb.1.26.16; of a march-formation, Ael.Tact.37.6, Arr.Tact.29.5; τὸ τρίγωνον σχῆμα ἔμβολόν τε καὶ σφηνοειδὲς ὀνομάζεται Ascl.Tact.7.6; ἡ ὅλη [τάξις] λέγεται ἔμβολος ib.11.5. b ἔμβολον, τό, half a ῥόμβος (q.v.) of cavalry, ib.7.3, Ael.Tact. 19.5. 5 bolt, bar, E.Ph.114 (neut., anap.). 6 λάϊνα κίοσιν ἔμβολα prob.= τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, architrave, Id.Ba.591 (lyr.). 7 graft, Gp 10.77.4. 8 portico, IG11 (2).161 D 118 (Delos, iii B. C.), Ephes.3 No.8, CIG4662b (Gerasa), interpol. in Hld.2.26; ἔ. τῆς κρατίστης βουλῆς BCH11.474 (Lydia). 9 ἔμβολος· εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβολος: ὁ, ἢ ἔμβολον, τό, (ἐμβάλλω) ὡς τὸ ἐμβολεύς, πᾶν πρᾶγμα λῆγον εἰς ὀξύ, εὐκόλως νὰ ἐμβάλληται, νὰ ὠθῆται ἐντὸς ἄλλου πράγματος, ὡς π.χ. ὁ πάσσαλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 27, παραξόνιον, Πολυδ. Α΄, 145, Κωμ. ἀντὶ τοῦ πέος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301 (ἀρσ.). 2) τῆς χώρας ἔμβολον, γλῶσσα γῆς, ξηρᾶς, Ἡροδ. 4. 53˙ οὕτω πιθαν. τὸ Ἀσίας ἔμβολον (ἐν Πινδ. Ο. 7. 35) σημαίνει τὴν προέχουσαν εἰς τὴν θάλασσαν ἄκραν τῆς Περαίας ἐν Καρίᾳ. 3) ἐν πολεμικοῖς πλοίοις, τὸ χαλκοῦν ἔμβολον ὅπερ εἰσωθεῖτο μεθ’ ὁρμῆς εἰς τὸ ἐχθρικὸν πλοῖον, Λατ. rostrum navis, ἀρσ. ἐν Ἡροδ. 1. 166, Πινδ. Π. 4. 341, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 165˙ οὐδ. ἐν Θουκ. 7. 36, Ἀνθ. Π. 6. 236˙ πρβλ. Παυσ. 6. 20, 10 (πρβλ. ἐμβάλλω ΙΙ. 2, ἐμβολὴ ΙΙ. 2). β) οἱ ἔμβολοι (Λατ. rostra), τὸ βῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς ἀγορᾶς, ὅπερ τοῖς ἐκ τῆς πρὸς Ἀντιάτας ναυμαχίας ἐμβόλοις ἐκεκόσμητο, Πολύβ. 6. 53, 1, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4662b. 4) ἡ ἐμβολοειδὴς πρὸς μάχην παράταξις, ἡ cuneus, ἢ acies cuneata τῶν Ρωμαίων, οὐδέτ. ἐν Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 22, Πολυβ. 1. 26. 16, ἀρσ. ἐν Αἰλ. Τακτ. 19. 5) μοχλὸς τῆς θύρας, οὐδ. Εὐρ. ἐν Φοιν. 114. 6) τὸ ἐν Εὐρ. Βάκχ. 591, λάϊνα κίοσιν ἔμβολα, φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, δηλ. τὰ επιστύλια, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 7) τὸ ἐν τῷ ἐγκεντρίζειν ἐμβαλλόμενον, «μπόλι», Γεωπ. 10. 77, 4. 8) παρὰ μεταγ., στοά, προστῷον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8641, ἴδε Dorv. εἰς Χαρίτ. 7. 6. 9) «ἔμβολος˙ εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἔμβολον, particul.
1 éperon de navire;
2 ordre de bataille en forme de coin;
3 οἱ ἔμβολοι les éperons de la tribune aux harangues ; la tribune elle-même à Rome;
4 c. πέος.
Étymologie: ἐμβάλλω.
Greek Monotonic
ἔμβολος: ὁ ή ἔμβολον, τό (ἐμβάλλω),
1. οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε κάτι άλλο (π.χ. ο πάσσαλος)· τῆς χώρης ἔμβολον, «γλώσσα» ξηράς, σε Ηρόδ. 2. α) στα πολεμικά πλοία, η αιχμηρή άκρη ή το έμβολο ενός πολεμικού πλοίου, αρσ. σε Ηρόδ., ουδ. σε Θουκ. β) οἱ ἔμβολοι, βήμα της Ρωμαϊκής αγοράς που κοσμούνταν με έμβολα, σε Πλούτ.
3. σφηνοειδής, τριγωνικού σχήματος, εμβολοειδής παράταξη στη μάχη, Λατ. cuneus, ουδ., σε Ξεν.
4. μάνταλο, σύρτης, μοχλός πόρτας, ουδ., σε Ευρ.
Middle Liddell
ἔμβολος, ὁ, ἐμβάλλω
1. anything pointed so as to be easily thrust in: τῆς χώρης ἔμβολον a tongue of land, Hdt.
2. in ships of war, the beak or ram of a ship of war, masc. in Hdt.; neut. in Thuc.
b. οἱ ἔμβολοι the rostra of the Roman forum, Plut.
3. the wedge-shaped order of battle, Lat. cuneus, neut. in Xen.
4. a bolt, bar, neut., Eur.