συντεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεκταίνομαι]] «[[κατασκευάζω]], [[φιλοτεχνώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεκταίνομαι]] «[[κατασκευάζω]], [[φιλοτεχνώ]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 6 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκταίνομαι Medium diacritics: συντεκταίνομαι Low diacritics: συντεκταίνομαι Capitals: ΣΥΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syntektaínomai Transliteration B: syntektainomai Transliteration C: syntektainomai Beta Code: suntektai/nomai

English (LSJ)

A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b. 2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συντεκταίνομαι:
1) строить, образовывать, созидать (τὸ πᾶν Plut.);
2) вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.