interrupción: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἐκκοπή]], [[ἀπόληψις]], [[διάσπασμα]], [[διέκπαυσις]], [[ἀνακοπή]], [[διακοπή]], [[διάλειψις]], [[ἀκινησία]], [[διακωχή]], [[ἀποσύστασις]], [[διανάπαυσις]], [[διανάπαυμα]], [[διάπαυμα]], [[διαστολή]] | |sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἐκκοπή]], [[ἀπόληψις]], [[διάσπασμα]], [[διέκπαυσις]], [[ἀνακοπή]], [[διακοπή]], [[διάλειψις]], [[ἀκινησία]], [[διακωχή]], [[ἀποσύστασις]], [[διανάπαυσις]], [[διανάπαυμα]], [[διάπαυμα]], [[διαστολή]], [[τὸ μὴ ἐνδελεχές]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:46, 13 August 2022
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἐκκοπή, ἀπόληψις, διάσπασμα, διέκπαυσις, ἀνακοπή, διακοπή, διάλειψις, ἀκινησία, διακωχή, ἀποσύστασις, διανάπαυσις, διανάπαυμα, διάπαυμα, διαστολή, τὸ μὴ ἐνδελεχές