ἀνίερος: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no santo]], [[impío]] θράσος A.<i>A</i>.769, μένος A.<i>Supp</i>.757, cf. <i>A</i>.220, τύχη <i>Trag.Adesp</i>.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.<i>Fug</i>.2.4 (p.69.12).<br /><b class="num">2</b> [[ilegítimo]] de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.<i>R</i>.461b.<br /><b class="num">II</b> [[que no recibe víctimas]] Ἄρης E.<i>Fr</i>.992, [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων E.<i>Hipp</i>.146.<br /><b class="num">III</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no santo]], [[impío]] θράσος A.<i>A</i>.769, μένος A.<i>Supp</i>.757, cf. <i>A</i>.220, τύχη <i>Trag.Adesp</i>.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.<i>Fug</i>.2.4 (p.69.12).<br /><b class="num">2</b> [[ilegítimo]] de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.<i>R</i>.461b.<br /><b class="num">II</b> [[que no recibe víctimas]] Ἄρης E.<i>Fr</i>.992, [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων E.<i>Hipp</i>.146.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀνιέρως]] = [[sacrilegamente]] Dion.Ar.M.3.137A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:47, 14 August 2022
English (LSJ)
ον,
A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων = unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.
II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non consacré.
Étymologie: ἀ, ἱερός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).
2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.
II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.
III adv. ἀνιέρως = sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίερος, -ον)
ανόσιος, βέβηλος, αυτός που δεν σέβεται τα ιερά
μσν.
1. ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα
2. ο μη χριστιανός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες
2. (για εξώγαμα παιδιά) μη νόμιμος.
Greek Monotonic
ἀνίερος: -ον, I. ανόσιος, μη αγιασμένος, βέβηλος, σε Αισχύλ.· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, ανίερος εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.
II. μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίερος:
1) неосвященный (νόθος καὶ ἀ. παῖς Plat.);
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями (κούρα Eur.);
3) нечестивый, безбожный (θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.).
Middle Liddell
I. unholy, unhallowed, Aesch.; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of unoffered sacrifices, Eur.
II. unconsecrated, Plat.