ἄδμητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> indompté;<br /><b>2</b> vierge.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δάμνημι]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> indompté;<br /><b>2</b> vierge.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[δάμνημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 16:55, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδμητος Medium diacritics: ἄδμητος Low diacritics: άδμητος Capitals: ΑΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: ádmētos Transliteration B: admētos Transliteration C: admitos Beta Code: a)/dmhtos

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle, A unbroken, βοῦν ἦνιν . . ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655. 2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.

German (Pape)

[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: , δάμνημι.

English (Autenrieth)

unbroken, not yet brought under the yoke.

Greek Monotonic

ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἄδμητος: (только f)
1) неприрученный, неукрощенный (βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.);
2) девственная, незамужняя (παρθένος HH, Aesch.; Ἄρτεμις Soph.).

Middle Liddell

poet. for ἀδάματος
1. in Hom. only in fem. and of cattle, unbroken, βοῦν ἀδμήτην, ἢν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.; ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην Il.
2. like ἀδμής, unwedded, of maidens, Hhymn.