παράδοξος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradoksos | |Transliteration C=paradoksos | ||
|Beta Code=para/docos | |Beta Code=para/docos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contrary to expectation]], [[incredible]], | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contrary to expectation]], [[incredible]], παράδοξος [[λόγος]] = a [[paradox]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>472a</span>; π. τε καὶ ψεῦδος <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>281a</span>; παράδοξα λέγειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.2.16</span>; ἂν παράδοξον εἴπω <span class="bibl">D.3.10</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου</b> [[contrary to all expectation]], <span class="bibl">Id.25.32</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Vit.</span>p.23</span> J.; πολλὰ ποικίλλει χρόνος παράδοξα καὶ θαυμαστά <span class="bibl">Men.593</span>; π. μοι τὸ πρᾶγμα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>1.6</span>; τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρώμενος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>14</span>; [[παράδοξα]] Stoical [[paradox]]es, Id.2.1060b sq.: Comp., Phld.<span class="title">Mus.</span>p.72 K., <span class="bibl">Plot.4.9.2</span>: Sup., <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>16.17</span>. Adv. [[παραδόξως]] = [[in a strange manner]], [[in a surprising manner]] <span class="bibl">Aeschin.2.40</span>, <span class="bibl">Plb.1.21.11</span>, Dsc.4.83: Sup. παραδοξότατα <span class="bibl">D.C.67.11</span>; παραδοξοτάτως Gal.7.876. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[παράδοξος]], title of [[distinguished]] [[athlete]]s, [[musician]]s, and [[artist]]s of all kinds, the [[admirable|Admirable]], IG3.1442, 14.916, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.18.22</span>, <span class="title">IGRom.</span>4.468 (Pergam., iii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>21.3</span> (iv A. D.), <span class="title">Rev.Ét.Gr.</span>42.434 (Delph.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παράδοξος -ον [παρά, δόξα] tegen de verwachting in, verrassend, wonderlijk:; παράδοξος λόγος paradox Plat. Resp. 472a; ἂν παράδοξον εἴπω τι als ik iets verrassends zeg Dem. 3.10; τὸ παραδοξότατον het meest wonderlijke van alles Luc. 39.6; εἴδομεν παράδοξα wij hebben ongelooflijke dingen gezien NT Luc. 5.26; adv. παραδόξως op wonderbaarlijke wijze. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:13, 15 August 2022
English (LSJ)
ον, A contrary to expectation, incredible, παράδοξος λόγος = a paradox, Pl.R.472a; π. τε καὶ ψεῦδος Id.Plt.281a; παράδοξα λέγειν X.Cyr.7.2.16; ἂν παράδοξον εἴπω D.3.10; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου contrary to all expectation, Id.25.32, cf. Phld.Vit.p.23 J.; πολλὰ ποικίλλει χρόνος παράδοξα καὶ θαυμαστά Men.593; π. μοι τὸ πρᾶγμα Thphr.Char.1.6; τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρώμενος Plu.Pomp.14; παράδοξα Stoical paradoxes, Id.2.1060b sq.: Comp., Phld.Mus.p.72 K., Plot.4.9.2: Sup., LXX Wi.16.17. Adv. παραδόξως = in a strange manner, in a surprising manner Aeschin.2.40, Plb.1.21.11, Dsc.4.83: Sup. παραδοξότατα D.C.67.11; παραδοξοτάτως Gal.7.876. II παράδοξος, title of distinguished athletes, musicians, and artists of all kinds, the Admirable, IG3.1442, 14.916, Arr.Epict.2.18.22, IGRom.4.468 (Pergam., iii A. D.), PHamb.21.3 (iv A. D.), Rev.Ét.Gr.42.434 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 477] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; λόγος, Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παράδοξος: -ον, ὁ παρὰ τὴν κοινὴν δόξαν, τὴν κοινῶς παραδεδεγμένην δοξασίαν, παράδοξος, «ἀπίστευτος» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοξος, λόγος π. Πλάτ. Πολ. 472Α· π. τε καὶ ψεῦδος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281Α· παράδοξα λέγειν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἂν παράδοξον εἴπω Δημ. 31. 9· ἐκ τοῦ παραδόξου, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ὁ αὐτ. 780. 4· πολλὰ ποικίλλει χρόνος π. καὶ θαυμαστὰ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42· τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρᾶσθαι Πλουτ. Πομπ. 14· - παράδοξα. Στωϊκὰ παράδοξα, ὁ αὐτ. 2. 1060Β κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ξως, Αἰσχίν. 33. 23. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπιφανεῖς καὶ π. πράξεις Πολύβ. 1. 36. 3. 2) παράδοξος ἐπεκαλεῖτο ὁ νικῶν ἔν τε τῇ πάλη, καὶ τῷ παγκρατίῳ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, ὁ θαυμάσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 249. 632, 1363-4, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 22· πρβλ. παραδοξονίκης· - μεταφορ., ἐπὶ τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire à l’attente ou à l’opinion commune, extraordinaire ; en mauv. part étrange, bizarre, paradoxal ; τὰ παράδοξα PLUT opinions paradoxales ou principes étranges des Stoïciens.
Étymologie: παρά, δόξα.
English (Strong)
from παρά and δόξα (in the sense of seeming); contrary to expectation, i.e. extraordinary ("paradox"): strange.
English (Thayer)
παράδοξον (παρά contrary to (see παρά, IV:2), and δόξα opinion; hence, equivalent to ὁ παρά τήν δόξαν ὤν), unexpected, uncommon, incredible, wonderful: neuter plural A. V. strange things, cf. Trench, § 91at the end). (Xenophon, Plato, Polybius, Aelian v. h. 4,25; Lucian, dial. deor. 20,7; 9,2; Josephus, contra Apion 1,10, 2; Herodian, 1,1, 5 (4Bekker)).)
Greek Monolingual
-η, -ο / παράδοξος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα άλλα σημεία τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. παράδοξος σφυγμός (βραδυσφυγμία επί υψηλού πυρετού)
2. το ουδ. ως ουσ. το παράδοξο
αυτό που προκαλεί έκπληξη, θαύμα, μυστήριο
3. φυσ. κάθε φυσικό φαινόμενο το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες της κοινής λογικής, επειδή δίνει την εντύπωση ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα»
α) φρ. «παράδοξος ύπνος» ιατρ.
η περίοδος του ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα τών νευρώνων του φλοιού του εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και μεγάλη ατονία τών σκελετικών μυών του κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνου
β) «τα παράδοξα του Ζήνωνος» — σοφίσματα του Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει κίνηση, ότι η κίνηση είναι απόρροια απάτης τών αισθήσεων
αρχ.
1. αξιοθαύματος, εξαίσιος, υπέροχος («ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά παράδοξα
(ενν. αναγνώσματα) είδος συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. παραδόξως ΝΜΑ
απροσδόκητα, παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»)].
Greek Monotonic
παράδοξος: -ον (δόξα), αντίθετος στη λογική, απίστευτος, παράδοξος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἐκ τοῦ παραδόξου, πέρα από κάθε προσδοκία, σε Δημ.· επίρρ. -ξως, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράδοξος -ον [παρά, δόξα] tegen de verwachting in, verrassend, wonderlijk:; παράδοξος λόγος paradox Plat. Resp. 472a; ἂν παράδοξον εἴπω τι als ik iets verrassends zeg Dem. 3.10; τὸ παραδοξότατον het meest wonderlijke van alles Luc. 39.6; εἴδομεν παράδοξα wij hebben ongelooflijke dingen gezien NT Luc. 5.26; adv. παραδόξως op wonderbaarlijke wijze.
Russian (Dvoretsky)
παράδοξος:
1) противоречащий установившемуся мнению, необычный, невероятный, странный (λόγος Plat.; π. καὶ θαυμαστός Men.): τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. искать славы в необычном;
2) замечательный, необыкновенный (ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις Polyb.).
Middle Liddell
παρά-δοξος, ον, δόξα
contrary to opinion, incredible, paradoxical, Plat., Xen., etc.; ἐκ τοῦ παραδόξου contrary to expectation, Dem.:—adv. -ξως, Aeschin.
Chinese
原文音譯:par£doxoj 爬拉-多克索士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-似是的
字義溯源:與期望相反的,偉大的,非常的,奇異的,難以置信的;由(παρά)*=旁,出於)與(δόξα)=榮耀) 組成;而 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 非常的事(1) 路5:26