πλῆγμα: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλῆγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> удар, ушиб Soph.;<br /><b class="num">2)</b> рана Soph., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> укол, ужаление Arst. | |elrutext='''πλῆγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> удар, ушиб Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[рана]] Soph., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> укол, ужаление Arst. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:03, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A = πληγή, πλήγματα μετώπων, γενειάδων, κρατός, etc., S.Tr. 522 (lyr.), E.IT1366, Tr.794 (anap.), etc.; π. γενῇδος stroke of mattock, S.Ant.250; τέθνηκε νεοτόμοισι π. ib.1283; of a wasp's sting, Arist.HA627b27.
German (Pape)
[Seite 632] τό, = πληγή, Soph. Tr. 519; Wunde, τέθνηκε νεοτόμοισι πλήγμασιν, Ant. 1268; Eur. I. T. 1366 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πλῆγμα: τό, = πληγή, κτύπημα, πλήγματα μετώπων, γενειάδος, κρατός, κτλ. Σοφ. Τρ. 522, Εὐρ. Ι. Τ. 1366, κτλ.· πλ. γενῇδος, κτύπημα τῆς σκαπάνης, Σοφ. Ἀντ. 250· τέθνηκε νεοτόμοισι πλ. αὐτόθι 1283· ― ἐπὶ κεντήματος ἀγρίων σφηκῶν, τὸ πλῆγμα ὀδυνηρότερον αὐτῶν ἢ ἐκείνων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 coup;
2 blessure.
Étymologie: πλήσσω.
Greek Monolingual
το / πλῆγμα, ΝΜΑ
χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ.
γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος του παιδιού του ήταν μεγάλο πλήγμα» β. «οι συνεχείς χιονοπτώσεις κατέφεραν πλήγματα στην οικονομία»)
αρχ.
τσίμπημα σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη-γ- του πλήσσω (βλ.λ. πλήττω) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
πλῆγμα: -ατος, τό, = πληγή, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πλῆγμα: ατος τό
1) удар, ушиб Soph.;
2) рана Soph., Eur.;
3) укол, ужаление Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλῆγμα -ατος, τό [πλήττω] slag, klap:. κρατός op het hoofd Eur. Tr. 794. wond:. οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ ( α ) er was geen slagwond van een bijl Soph. Ant. 250; νεοτόμοισι πλήγμασιν met verse verwondingen Soph. Ant. 1283.
Middle Liddell
πλῆγμα, ατος, τό, = πληγή, Soph., Eur.]