ἀφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀφηγέομαι:''' ион. [[ἀπηγέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> идти впереди, тж. вести, предводительствовать (ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.): οἱ ἀφηγούμενοι Xen. авангард;<br /><b class="num">2)</b> [[руководить]], [[управлять]] (ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> повествовать, излагать, рассказывать ([[πᾶν]] τὸ γεγονός Her.; [[τάδε]] Eur.): τὸ ἀπηγημένον Her. сказанное.
|elrutext='''ἀφηγέομαι:''' ион. [[ἀπηγέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> идти впереди, тж. вести, предводительствовать (ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.): οἱ ἀφηγούμενοι Xen. авангард;<br /><b class="num">2)</b> [[руководить]], [[управлять]] (ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[повествовать]], [[излагать]], [[рассказывать]] ([[πᾶν]] τὸ γεγονός Her.; [[τάδε]] Eur.): τὸ ἀπηγημένον Her. сказанное.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[lead]] from a [[point]], and so, [[generally]], to [[lead]] the way, go [[first]], οἱ ἀφηγούμενοι the van, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[tell]] or [[relate]] in [[full]], [[explain]], Hdt.: perf. in [[pass]]. [[sense]], τὸ ἀπηγημένον [[what]] has been told, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[lead]] from a [[point]], and so, [[generally]], to [[lead]] the way, go [[first]], οἱ ἀφηγούμενοι the van, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[tell]] or [[relate]] in [[full]], [[explain]], Hdt.: perf. in [[pass]]. [[sense]], τὸ ἀπηγημένον [[what]] has been told, Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφηγέομαι Medium diacritics: ἀφηγέομαι Low diacritics: αφηγέομαι Capitals: ΑΦΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aphēgéomai Transliteration B: aphēgeomai Transliteration C: afigeomai Beta Code: a)fhge/omai

English (LSJ)

Ion. ἀπηγέομαι, A lead the way from a point, and so generally, lead the way, go first, Pl.Lg.760d, etc.; οἱ ἀφηγούμενοι the van, X.HG4.8.37; ἀφηγέομαι τῆς ἀποικίας, ἀφηγέομαι τῆς ἀγέλης, to be leader of... Arist.Fr. 514, Mir.831a22; πρεσβείας Str.1.3.1; τῆς σχολῆς D.L.4.14; τῆς Ἀκαδημείας Phld.Acad.Ind.p.57 M.; ζῴων Porph.Abst.2.38; οὐκ ἀφηγησαμένῳ δὴ τὸ τέλος ἐγένετο died without ever taking up his command, Phld.Acad.Ind.p.61M. II tell, relate, Hdt.1.24, al., E.Supp. 186; assert, Aret.CA2.7:—pf. in pass. sense, ἀπήγηταί μοί τι Hdt. 5.62; τὸ ἀπηγημένον = what has been told, Id.1.207, cf. 9.26.

German (Pape)

[Seite 409] 1) vorangehen, anführen, Plat. Legg. VI, 760 d Xen. Hell. 5, 1, 8 u. sonst, doch nicht häufig; Xen. Cyr. 2. 3, 22 οἱ τελευταῖοι πρῶτοι ἀφηγοῦνται, zuerst abmarschiren. – 2) gew. erzählen, erklären, Eur. Suppl. 186; πᾶν τὸ γεγονός, τὸ ὄνομα, Her. 1, 24, öfter, bei dem ἀπήγηταίμοί τι 5, 62 wie τὸ ἀπηγημένον 1, 201 passive Bdtg haben; seltner bei Folgdn, Xen. An. 7, 2, 26 Dion. Hal. Iud. Thuc. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφηγέομαι: Ἰων. ἀπηγέομαι, μέλλ. -ήσομαι: ― Ἀποθ., προηγοῦμαι ἀπὸ τινος σημείου, καὶ ἑπομένως ἐν γένει, ὁδηγῶ, προηγοῦμαι, προπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· οἱ μὲν Ἀβυδηνοὶ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37· ἀφ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, εἶμαι ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 471, Θαυμ. 10· τῆς πρεσβείας Στράβ. 47· τῆς σχολῆς Διογ. Λ. 4. 14. ΙΙ. λέγω, διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 24, 86, καὶ συχν. ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημ. παρ’ Ἡροδ., ἀπήγηταί μοί τι 5. 62· τὸ ἀπηγημένον, τὸ λεχθέν, 1. 207, πρβλ. 9. 26. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ψευδο-Εὐριπ. ἐν Ἱκ. 186 μετὰ σημασ. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἀφηγήσομαι;
1 marcher en tête;
2 fig. raconter du commencement à la fin, exposer en détail.
Étymologie: ἀπό, ἡγέομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀπηγ- Hdt.1.24, 207; dór. y ciren. ἀφαγ- Theoc.2.101 (cód.), SEG 28.1540.9 (Berenice, Cirenaica I a.C.)
1 c. gen. ser jefe τῆς ἀποικίας ἀφηγησαμένου Arist.Fr.514, τῆς ἀγέλης Arist.Mir.831a22, τοῦς ἀφηγησαμένους τῶν ἀποστάντων OGI 90.27 (Roseta II a.C.), τῶν διοικήσεων IPr.105.65 (I a.C.), ἀφαγήσασθαι τῶν νεανίσκων SEG l.c., τῆς Ἀκαδημείας Phld.Acad.Ind.p.57, τῶν Ἰουδαίων LXX 2Ma.10.29, cf. 14.6, τῆς πρεσβείας Str.1.3.1, τῶν πραγμάτων I.BI 2.168, τῆς πόλεως D.Chr.18.14, τῆς οἰκίας Ath.639c, τῆς σχολῆς D.L.4.14, ζώῳν Porph.Abst.2.38, λῃστερίου Pall.H.Laus.19.1
abs. ir en cabeza, tener el mando, conducir, guiar οἱ τότε ἡγούμενοι πάλιν ἀφηγείσθωσαν εἰς τὸν ... τόπον Pl.Lg.760d, ἀφαγέο τεῖδε tráela aquí Theoc.l.c., οὐκ ἀφηγησαμένῳ δὴ τὸ τέλος ἐγένετο murió antes de haber tomado el mando Phld.Acad.Ind.p.61
part. subst. οἱ ἀφηγούμενοι la vanguardia X.HG 4.8.37, cf. Eq.Mag.2.5, ὁ ἀφηγούμενος el abad Callinic.Mon.V.Hyp.10
c. ac. int. ὕδρωψ ἔρχεται αἱματώδης ... καὶ ὁδὸν ἀφηγήσατο τῶν λοχίων fluye un agua sanguinolenta ... y abre el camino a los loquios Hp.Nat.Puer.30.
2 relatar, referir, narrar desde el principio c. ac. πᾶν τὸ γεγονός Hdt.1.24, ἀφηγεῖσθαι τάδε E.Supp.186, τὰ ἐνύπνια Hp.Int.48, μῦθον Longus 2.33.3, τὸ πραχθέν D.C.75.16.2, τὰ μὲν περὶ Ἄρεα καὶ Ἀφροδίτην Aristid.Quint.70.22, cf. PMasp.69.9 (IV d.C.)
c. ὅτι: παρῆγον τοὺς ἱερεῖς ἀφηγουμένους ὅτι ... I.BI 2.417
gram. significar τὴν τοπικὴν σχέσιν A.D.Adu.168.16, en v. pas. χωρίς τε τοῦ ἀπηγημένου (ἔργου) Hdt.1.207, 5.62, 9.26
abs. afirmar, mantener ὡς δὲ καὶ τῶν σοφῶν ἀφηγέονταί τινες Aret.SA 2.7.1.

Greek Monotonic

ἀφηγέομαι: Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι, οἱ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, σε Ξεν.
II. λέγω ή διηγούμαι χωρίς παραλείψεις, εξηγώ, διασαφηνίζω, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, τὸ ἀπηγημένον, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφηγέομαι: ион. ἀπηγέομαι
1) идти впереди, тж. вести, предводительствовать (ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.): οἱ ἀφηγούμενοι Xen. авангард;
2) руководить, управлять (ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.);
3) повествовать, излагать, рассказывать (πᾶν τὸ γεγονός Her.; τάδε Eur.): τὸ ἀπηγημένον Her. сказанное.

Middle Liddell


Dep.
I. to lead from a point, and so, generally, to lead the way, go first, οἱ ἀφηγούμενοι the van, Xen.
II. to tell or relate in full, explain, Hdt.: perf. in pass. sense, τὸ ἀπηγημένον what has been told, Hdt.