ὑδρηλός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδρηλός:'''<br /><b class="num">1)</b> влажный, мокрый, сырой (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;<br /><b class="num">2)</b> служащий для воды (κρωσσοί Eur.).
|elrutext='''ὑδρηλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[влажный]], [[мокрый]], [[сырой]] (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;<br /><b class="num">2)</b> служащий для воды (κρωσσοί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑδρηλός]], ή, όν [[ὕδωρ]]<br />[[watery]], wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. [[water]] pots, Eur.
|mdlsjtxt=[[ὑδρηλός]], ή, όν [[ὕδωρ]]<br />[[watery]], wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. [[water]] pots, Eur.
}}
}}

Revision as of 18:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρηλός Medium diacritics: ὑδρηλός Low diacritics: υδρηλός Capitals: ΥΔΡΗΛΟΣ
Transliteration A: hydrēlós Transliteration B: hydrēlos Transliteration C: ydrilos Beta Code: u(drhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, A watery, moist, λειμῶνες Od.9.133; Σάμος h.Ap.41; νέφη, λιβάδες, A.Supp.793 (s. v.l., lyr.), Pers.613; κρωσσοί, σταγόνες, E.Cyc.89, Supp.206:— poet. word, used by Hp.Ep.16 (Comp.), Mul.1.1.

German (Pape)

[Seite 1173] wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηλός: -ή, -όν, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ἔνυδρος, κάθυδρος, μαλακὸς ἐξ ὑγρασίας, λειμῶνες Ὀδ. Ι. 133· Σάμος Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· νέφη, λιβάδες Αἰσχύλ. Ἱκ. 793, Πέρσ. 613· κρωσσοί, σταγόνες Εὐρ. Κύκλ. 89. Ἱκ. 206· - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. 1278. 39. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδρηλοί, κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις». ΙΙ. = ὑδρευτικός, Φίλων Ι. 410.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
humide, baigné d’eau.
Étymologie: ὕδωρ.

English (Autenrieth)

watery, well-watered, Od. 9.133†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος
αρχ.
υδρευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + επίθημα -ηλός (πρβλ. ὑπν-ηλός)].

Greek Monotonic

ὑδρηλός: -ή, -όν (ὕδωρ), υγρός, βρεγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· κρωσσοὶ ὑδρηλοί, δοχεία, στάμνες νερού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρηλός:
1) влажный, мокрый, сырой (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;
2) служащий для воды (κρωσσοί Eur.).

Middle Liddell

ὑδρηλός, ή, όν ὕδωρ
watery, wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. water pots, Eur.