νεόδαρτος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόδαρτος:'''<br /><b class="num">1)</b> недавно содранный ([[δέρμα]] Hom., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> недавно ободранный ([[βοῦς]] Xen.).
|elrutext='''νεόδαρτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недавно содранный]] ([[δέρμα]] Hom., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[недавно ободранный]] ([[βοῦς]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-δαρτος, ον [[δείρω]]<br /><b class="num">1.</b> [[newly]] stripped off, Od.<br /><b class="num">2.</b> [[newly]] flayed, [[βοῦς]] Xen.
|mdlsjtxt=νεό-δαρτος, ον [[δείρω]]<br /><b class="num">1.</b> [[newly]] stripped off, Od.<br /><b class="num">2.</b> [[newly]] flayed, [[βοῦς]] Xen.
}}
}}

Revision as of 19:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδαρτος Medium diacritics: νεόδαρτος Low diacritics: νεόδαρτος Capitals: ΝΕΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: neódartos Transliteration B: neodartos Transliteration C: neodartos Beta Code: neo/dartos

English (LSJ)

ον, A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3. 2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)

Greek Monolingual

νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό-δαρτος].

Greek Monotonic

νεόδαρτος: -ον (δείρω
1. αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
2. νεογδαρμένο δέρμα βοδιού, ἐκ νεοδάρτων βοῶν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νεόδαρτος:
1) недавно содранный (δέρμα Hom., Arst.);
2) недавно ободранный (βοῦς Xen.).

Middle Liddell

νεό-δαρτος, ον δείρω
1. newly stripped off, Od.
2. newly flayed, βοῦς Xen.