Πηλούσιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class=foreign>" to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Πηλούσιον:''' τό Пелусий<br /><b class="num">1)</b> вост. рукав Нильской дельты Her.;<br /><b class="num">2)</b> город в устье Пелусия Her.
|elrutext='''Πηλούσιον:''' τό Пелусий<br /><b class="num">1)</b> вост. [[рукав Нильской дельты]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> город в устье Пелусия Her.
}}
}}

Revision as of 08:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηλούσιον Medium diacritics: Πηλούσιον Low diacritics: Πηλούσιον Capitals: ΠΗΛΟΥΣΙΟΝ
Transliteration A: Pēloúsion Transliteration B: Pēlousion Transliteration C: Piloysion Beta Code: *phlou/sion

English (LSJ)

τό, Pelusium in Egypt, Hdt.2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ, A inhabitant of P., Luc.JTr.42; Adj., τὸ Πηλούσιον στόμα the Eastern mouth of the Nile, Hdt.2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also A Ταριχήϊα Πηλουσιακά Hdt.2.15: Subst. Πηλούσιον, τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to πηλός, Lyd.Mens.4.57.

Greek (Liddell-Scott)

Πηλούσιον: τό, πόλις παράλιος τῆς Αἰγύπτου συνορεύουσα πρὸς τὴν Ἀραβίαν, Ἡρόδ.· ― Ἐπίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, τὸ ἀνατολικὸν στόμα τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 17, 154· τὸ Πηλουσιακὸν στ. Στράβ. 801, κτλ.· ― παρ’ Ἰω. τῷ Λυδῷ π. Μηνῶν, 4. 40, ἡ Πηλούσιος ἑορτὴ (ἐν Αἰγύπτῳ) ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηλώδης. ― Κατὰ Σουΐδ. «Πηλούσιον, ὄνομα τόπου. κλεὶς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰσόδου καὶ ἐξόδου, καὶ Πηλουσιώτης ὁ πολίτης».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Péluse (auj. ruines de Tineh), ville d’Égypte à l’embouchure du Nil.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Πηλούσιον: τό, πόλη στις ακτές της Αιγύπτου στα σύνορα με την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, το ανατολικό στόμα του Νείλου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Πηλούσιον: τό Пелусий
1) вост. рукав Нильской дельты Her.;
2) город в устье Пелусия Her.