διαβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαβῐβάζω:''' (fut. διαβιβάσω и διαβιβῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[переводить]] (στρατὸν κατὰ γεφύρας Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[переправлять]] (ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc.): δ. (sc. [[στράτευμα]]) τὸν ποταμόν Plat., Plut. переправить (войско) через реку;<br /><b class="num">3)</b> перен. приводить, сводить (ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τι Plut.).
|elrutext='''διαβῐβάζω:''' (fut. διαβιβάσω и διαβιβῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[переводить]] (στρατὸν κατὰ γεφύρας Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[переправлять]] (ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc.): δ. (sc. [[στράτευμα]]) τὸν ποταμόν Plat., Plut. переправить (войско) через реку;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[приводить]], [[сводить]] (ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -βιβῶ [Causal of [[διαβαίνω]]<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], to [[transport]], δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.; ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Thuc.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -βιβῶ [Causal of [[διαβαίνω]]<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], to [[transport]], δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.; ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Thuc.
}}
}}

Revision as of 08:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβῐβάζω Medium diacritics: διαβιβάζω Low diacritics: διαβιβάζω Capitals: ΔΙΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diabibázō Transliteration B: diabibazō Transliteration C: diavivazo Beta Code: diabiba/zw

English (LSJ)

causal of διαβαίνω, A carry over or across, transport, lead over, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.1.75; ἐς τὴν νῆσον ὁπλίτας Th.4.8: also c. acc. loci, ποταμὸν δ. [τινά] take one across a river, Pl. Lg.900c, Plu.Pel.24: metaph., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Chrysipp.Stoic.2.31, cf. Apollon.Cit.1 (Pass.), Aristid.Or.28(49).29; lead to a conclusion, τινὰ εἰς πέρας τῷ λόγῳ Hld.2.24: in Music, cause the melody to pass, ἐπὶ τὴν παρυπάτην Plu.2.1134f. 2 δ. κλήρους pass through the heats or rounds of an athletic contest, JRS3.282 (Antioch in Pisidia). 3 Pass., of Verbs, have a transitive force, A.D.Synt.277.10,al. 4 later, pass time, Sch.Ar.Pl.847.

Greek (Liddell-Scott)

διαβῐβάζω: μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ διαβαίνω, ποιῶ διαβαίνειν, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· ὡσαύτως μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, μεταφέρω τινὰ εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., διέρχομαι τὸν χρόνον, διατρίβω, ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763.

French (Bailly abrégé)

faire passer au-delà, transporter.
Étymologie: διά, βιβάζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διαβιβῶ Pl.Lg.900c, D.23.157, Moer., διαβιβάσω X.An.4.8.8, 5.2.10, Moer.]
I 1hacer pasar, hacer cruzar, transportar por mares o ríos, c. ac. compl. dir. y giro prep. local κατὰ τὰς ἐούσας γεφύρας ... τὸν στρατόν Hdt.1.75, ὁπλίτας ... ἐς αὐτήν (τὴν νῆσον) Th.4.8, cf. 1.105, εἰς δὲ τὰς ἱερὰς τῶν νήσων οὐδὲ διαβιβάζειν οἷόν τε κύνας X.Cyn.5.25, cf. An.5.2.8, HG 3.4.12, Lys.2.28, Antipho 5.52, LXX Nu.32.30, εἰς τὴν Μεσσήνην τὰς δυνάμεις Plb.1.20.13, cf. I.AI 7.9, Plu.Phoc.32, Paus.3.9.1, ἐξ Ἀσίας ... στράτευμα Plu.Brut.36, cf. Luc.Hipp.2, D.C.40.35.4, sin indic. local, c. ac. compl. dir. de pers. (τὸν Χαρίδημον) D.l.c., τοὺς Φωκικοὺς ξένους Aeschin.3.87, ὀλίγῳ πλείους τούτων διαβιβάσας Isoc.4.144, cf. 166, τὸν βασιλέα LXX 2Re.19.19, πρώτην ... τὴν Δηιάνειραν D.S.4.36.4, cf. D.H.5.14, c. ac. compl. dir. de lugar τὸν ποταμόν Pl.Lg.900c, D.S.4.36.3, Aesop.65, c. doble ac. de pers. y lugar μὴ διαβιβάσῃς ἡμᾶς τὸν Ἰορδάνην LXX Nu.32.5, cf. Sap.10.18, 2Re.19.16, D.H.20.3, τοὺς πολίτας ... τὸν Εὐρώταν Plu.Pel.24, en v. pas. νομαὶ πολλαὶ βοσκημάτων διαβιβαζόμεναι εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ X.An.3.5.2.
2 gener. conducir, hacer entrar εὐθὺς διαβιβάζει ὁ Κῦρος τοὺς Πέρσας πρώτους X.Cyr.4.1.9.
II fig.
1 c. ac. de pers. conducir, llevar ἔλαθες γάρ με μικροῦ καὶ εἰς πέρας τῷ λόγῳ διαβιβάζων pues has estado a punto de llevarme hasta el final con tu relato sin que yo me dé cuenta Hld.2.24.4.
2 c. ac. abstr. y giro prep. transferir, traspasar διαβιβάζειν ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον llevar lo útil junto a sus semejantes Chrysipp.Stoic.2.31, τὸν λόγον ἐπὶ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς Εὐρώπης D.S.19.10, τοῦτο δὴ τὸ οἴκοθεν ἔθος διαβιβάζει καὶ ἐπὶ τὸν Ὀδυσσέα este hábito suyo lo transfiere incluso a Odiseo Aristid.Or.28.29, εἰς τὸ γένος τὴν τιμωρίαν Hld.4.20.2
mús. διαβιβάζοντα τὸ μέλος πολλάκις ἐπὶ τὴν διάτονον παρυπάτην haciendo que con frecuencia la melodía pase a la segunda cuerda diatónica Plu.2.1134f.
3 superar las distintas fases de una competición deportiva διαβιβάσαντα κλήρους βʹ JRS 3.1913.291.19, cf. 20, 295.23 (todas Antioquía de Pisidia III d.C.).
4 c. ac. de tiempo pasar τὸν χειμῶνα διαβιβάσασαι Sch.Th.3.69
abs. pasar el tiempo μετὰ ῥίγους διεβίβασα Sch.Ar.Pl.846D.
5 gram. determinar en v. pas. ἡ ἐνέργεια ὡς πρὸς ὑποκείμενόν τι διαβιβάζεται A.D.Synt.277.10.

Greek Monolingual

(AM διαβιβάζω)
1. μεταφέρω από κάποιον τόπο σε άλλο
2. μεταφέρω στο απέναντι μέρος
3. μεταβιβάζω, μεταδίδω, γίνομαι φορέας
αρχ.
1. διατρίβω, περνώ τον καιρό μου
2. μεταφέρω τη μελωδία
3. διαβιβάζομαι
α) εξαναγκάζω με τη βία
β) (για φυτά) διαπερνώ το έδαφος, ξεφυτρώνω.

Greek Monotonic

διαβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του διαβαίνω, μεταφέρω πάνω ή απέναντι, μεταβιβάζω, διακομίζω, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας, σε Ηρόδ.· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαβῐβάζω: (fut. διαβιβάσω и διαβιβῶ)
1) переводить (στρατὸν κατὰ γεφύρας Her.);
2) переправлять (ὁπλίτας ἐς τὴν νῆσον Thuc.): δ. (sc. στράτευμα) τὸν ποταμόν Plat., Plut. переправить (войско) через реку;
3) перен. приводить, сводить (ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τι Plut.).

Middle Liddell

fut. attic -βιβῶ [Causal of διαβαίνω
to carry over or across, to transport, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.; ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Thuc.