εἱλωτεία: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἱλωτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[илотство]], [[крепостное право в Спарте]] (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. Plat.; αἱ εἱλωτεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> собир. илоты Arst. | |elrutext='''εἱλωτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[илотство]], [[крепостное право в Спарте]] (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. Plat.; αἱ εἱλωτεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> собир. [[илоты]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ἡ, the system of serfdom at Sparta, Pl. Lg. 776c.
the body of Helots, Arist. Pol. 1269b12, cf. 1264a35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 730] ἡ, der Helotenstand, Leibeigenschaft, Plat. Legg. VI, 776 c.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλωτεία: ἡ, ἡ κατάστασις Εἵλωτος ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Νόμ. 776C. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν Εἱλώτων, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22· πρβλ. δουλεία ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
condition d’hilote.
Étymologie: εἵλως.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Sch.Pl.Alc.1.122d, Hsch.s.u. νεοδαμώδεις
1 en Esparta sistema servil basado en los hilotas σχεδὸν πάντων τῶν Ἑλλήνων ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. πλείστην ἀπορίαν παράσχοιτ' ἂν καὶ ἔριν Pl.Lg.776c, τὴν εἱλωτείαν τὴν ὕστερον συμμείνασαν μέχρι τῆς Ῥωμαίων ἐπικρατείας Str.8.5.4
•entendido simplemente como esclavitud, servidumbre Sch.Pl.l.c., Hdn.Epim.48, Paus.Gr.ε 16.
2 el conjunto o clase de los hilotas considerado particularmente rebelde, Arist.Pol.1269b12, aunque τοὺς γεωργοὺς ... πολὺ μᾶλλον εἰκὸς εἶναι χαλεποὺς ... ἢ τὰς παρ' ἐνίοις εἱλωτείας τε καὶ πενεστείας καὶ δουλείας Arist.Pol.1264a35.
Greek Monolingual
εἱλωτεία, η (Α)
1. η κατάσταση τών ειλώτων στη Σπάρτη
2. το σύνολο τών ειλώτων.
Russian (Dvoretsky)
εἱλωτεία: ἡ
1) илотство, крепостное право в Спарте (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. Plat.; αἱ εἱλωτεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst.);
2) собир. илоты Arst.